ὑπολαμπής: Difference between revisions

From LSJ
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπολαμπής''': -ές, γεν. έος, ὁ λάμπων μὲ ἀμβλεῖαν λάμψιν, [[σάκος]]... ἠλέκτρῳ θ’ ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 142.
|lstext='''ὑπολαμπής''': -ές, γεν. έος, ὁ λάμπων μὲ ἀμβλεῖαν λάμψιν, [[σάκος]]... ἠλέκτρῳ θ’ ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 142.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui jette une faible lueur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπολάμπω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολαμπής Medium diacritics: ὑπολαμπής Low diacritics: υπολαμπής Capitals: ΥΠΟΛΑΜΠΗΣ
Transliteration A: hypolampḗs Transliteration B: hypolampēs Transliteration C: ypolampis Beta Code: u(polamph/s

English (LSJ)

ές,

   A shining with inferior lustre, σάκος . . ἠλέκτρῳθ' ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Hes.Sc.142.

German (Pape)

[Seite 1223] ές, darunter glänzend, durchschimmernd, ἠλέκτρῳ, Hes. Sc. 142; – etwas leuchtend, glänzend.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολαμπής: -ές, γεν. έος, ὁ λάμπων μὲ ἀμβλεῖαν λάμψιν, σάκος... ἠλέκτρῳ θ’ ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 142.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui jette une faible lueur.
Étymologie: ὑπολάμπω.