φυσίζοος: Difference between revisions

From LSJ

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῡσίζοος''': -ον, (φύω, ζωὴ) ὁ παράγων ζωήν, διδοὺς ζωήν, τοὺς δ’ ἤδη κάτεχε [[φυσίζοος]] αἷα, «[[ἤτοι]] τὰ πρὸς ζωὴν φύουσα καὶ δωρουμένη» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 243· ἦ μιν ἐρύξει γῆ [[φυσίζοος]] Φ. 63, Ὀδ. Λ. 301, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. Εὐστ. 410 κἑξ.· φυσιζόου... Ζηνὸς γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 585 (κατὰ τὸν Schütz ἀντὶ φυσίζοον, πρβλ. στ. 592)· φ. [[ὕδωρ]] Ἀνθ. Παλατ. 9. 383· ἀὴρ· Τρυφιό. (ὀρθότ. Τριφ-) 77, κλπ.
|lstext='''φῡσίζοος''': -ον, (φύω, ζωὴ) ὁ παράγων ζωήν, διδοὺς ζωήν, τοὺς δ’ ἤδη κάτεχε [[φυσίζοος]] αἷα, «[[ἤτοι]] τὰ πρὸς ζωὴν φύουσα καὶ δωρουμένη» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 243· ἦ μιν ἐρύξει γῆ [[φυσίζοος]] Φ. 63, Ὀδ. Λ. 301, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. Εὐστ. 410 κἑξ.· φυσιζόου... Ζηνὸς γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 585 (κατὰ τὸν Schütz ἀντὶ φυσίζοον, πρβλ. στ. 592)· φ. [[ὕδωρ]] Ἀνθ. Παλατ. 9. 383· ἀὴρ· Τρυφιό. (ὀρθότ. Τριφ-) 77, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui donne la vie, nourricier, fécond.<br />'''Étymologie:''' [[φύω]], [[ζωή]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσίζοος Medium diacritics: φυσίζοος Low diacritics: φυσίζοος Capitals: ΦΥΣΙΖΟΟΣ
Transliteration A: physízoos Transliteration B: physizoos Transliteration C: fysizoos Beta Code: fusi/zoos

English (LSJ)

ον, as epith. of earth, prob.

   A producing ζέα, αἶα Il.3.243, Od.11.301, Orac. ap. Hdt.1.67; γῆ Il.21.63; but reinterpreted as from ζωή (ζόη), producing life, φυσιζόου . . γένος Ζηνός prob. in A. Supp.584 (lyr., φυσίζοον cod.M); φ. ὕδωρ AP9.383.12; ἀήρ Tryph. 77, etc.

German (Pape)

[Seite 1318] Leben erzeugend, hervorbringend, belebend; αἶα, γῆ, Il. 3, 243. 21, 63 Od. 11, 301; γένος Aesch. Suppl. 579; Orak. bei Her. 1, 67; sp. D., πηγή Claudian. ep. (I, 19), ὕδωρ Menses Aegypt. (IX, 383).

Greek (Liddell-Scott)

φῡσίζοος: -ον, (φύω, ζωὴ) ὁ παράγων ζωήν, διδοὺς ζωήν, τοὺς δ’ ἤδη κάτεχε φυσίζοος αἷα, «ἤτοι τὰ πρὸς ζωὴν φύουσα καὶ δωρουμένη» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 243· ἦ μιν ἐρύξει γῆ φυσίζοος Φ. 63, Ὀδ. Λ. 301, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67, πρβλ. Εὐστ. 410 κἑξ.· φυσιζόου... Ζηνὸς γένος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 585 (κατὰ τὸν Schütz ἀντὶ φυσίζοον, πρβλ. στ. 592)· φ. ὕδωρ Ἀνθ. Παλατ. 9. 383· ἀὴρ· Τρυφιό. (ὀρθότ. Τριφ-) 77, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui donne la vie, nourricier, fécond.
Étymologie: φύω, ζωή.