οἰκοδεσποτέω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκοδεσποτέω''': εἶμαι [[δεσπότης]], [[κύριος]] τοῦ οἴκου, ἀρχηγὸς τῆς οἰκογενείας, [[οἰκοδεσπότης]], Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 14. ΙΙ. ἐπὶ ἀστρολογικῆς σημασίας, ἐπὶ τῶν [[ἑκάστοτε]] ἐπικρατούντων πλανητῶν, Λουκ. π. Ἀστρολ. 20, Πλούτ. 2. 908Β, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 57, κτλ.· πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ.
|lstext='''οἰκοδεσποτέω''': εἶμαι [[δεσπότης]], [[κύριος]] τοῦ οἴκου, ἀρχηγὸς τῆς οἰκογενείας, [[οἰκοδεσπότης]], Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 14. ΙΙ. ἐπὶ ἀστρολογικῆς σημασίας, ἐπὶ τῶν [[ἑκάστοτε]] ἐπικρατούντων πλανητῶν, Λουκ. π. Ἀστρολ. 20, Πλούτ. 2. 908Β, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 57, κτλ.· πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>t. d’astrol.</i> avoir une influence dominante sur la destinée <i>en parl. des signes du zodiaque qui ont, chacun dans son domaine propre ([[οἶκος]] « maison »), une influence particulière</i>.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκοδεσπότης]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδεσποτέω Medium diacritics: οἰκοδεσποτέω Low diacritics: οικοδεσποτέω Capitals: ΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΕΩ
Transliteration A: oikodespotéō Transliteration B: oikodespoteō Transliteration C: oikodespoteo Beta Code: oi)kodespote/w

English (LSJ)

   A to be master of a house or head of a family, 1 Ep.Ti.5.14.    II Astrol., predominate, POxy.235.16 (i A. D.), PLond.1.130.163 (i/ii A. D.), Plu.2.908c, Ptol.Tetr.39, Luc. Astr.20, Vett.Val.64.8, Iamb.Myst.9.5, etc. ; cf. sq. 11.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδεσποτέω: εἶμαι δεσπότης, κύριος τοῦ οἴκου, ἀρχηγὸς τῆς οἰκογενείας, οἰκοδεσπότης, Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 14. ΙΙ. ἐπὶ ἀστρολογικῆς σημασίας, ἐπὶ τῶν ἑκάστοτε ἐπικρατούντων πλανητῶν, Λουκ. π. Ἀστρολ. 20, Πλούτ. 2. 908Β, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 57, κτλ.· πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
t. d’astrol. avoir une influence dominante sur la destinée en parl. des signes du zodiaque qui ont, chacun dans son domaine propre (οἶκος « maison »), une influence particulière.
Étymologie: οἰκοδεσπότης.