οἰκοδομικός: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰκοδομικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ οἰκοδομεῖν, Πλάτ. Χαρμ. 170C· ἡ οἰκοδομικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ οἰκοδομεῖν, ἡ ἀρχιτεκτονική, Πλάτ. [[αὐτόθι]], Γοργ. 514Β, Πολ. 346D, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὰ οἰκοδομικὰ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 514Α· ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 117. ΙΙ. πρὸς οἰκοδόμησιν [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]], ὕλη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 1. | |lstext='''οἰκοδομικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ οἰκοδομεῖν, Πλάτ. Χαρμ. 170C· ἡ οἰκοδομικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ οἰκοδομεῖν, ἡ ἀρχιτεκτονική, Πλάτ. [[αὐτόθι]], Γοργ. 514Β, Πολ. 346D, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὰ οἰκοδομικὰ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 514Α· ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 117. ΙΙ. πρὸς οἰκοδόμησιν [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]], ὕλη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne les constructions ; ἡ οἰκοδομική ([[τέχνη]]) PLAT l’art de bâtir, l’architecture;<br /><b>2</b> habile à bâtir ; ὁ [[οἰκοδομικός]], architecte <i>ou</i> maçon.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκοδόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A skilled in building, Id.R.333b, Plot.1.6.3 ; τὸ -κόν Pl.Chrm.170c, Arist.Ph.196b26 : ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of building, architecture, Pl.Chrm.l.c., Grg. 514b, R.346d, al. ; so τὰ -κά Id.Grg.514a (but τὰ -κά the built parts of a house, opp. λεπτουργικά and χρηστικά, SIG880.65 (ii/iii A.D.)). Adv. -κῶς Poll.7.117. II fit for building, ὕλη Thphr.HP5.7.1.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδομικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ οἰκοδομεῖν, Πλάτ. Χαρμ. 170C· ἡ οἰκοδομικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ οἰκοδομεῖν, ἡ ἀρχιτεκτονική, Πλάτ. αὐτόθι, Γοργ. 514Β, Πολ. 346D, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὰ οἰκοδομικὰ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 514Α· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ζ΄, 117. ΙΙ. πρὸς οἰκοδόμησιν πρόσφορος, κατάλληλος, ὕλη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne les constructions ; ἡ οἰκοδομική (τέχνη) PLAT l’art de bâtir, l’architecture;
2 habile à bâtir ; ὁ οἰκοδομικός, architecte ou maçon.
Étymologie: οἰκοδόμος.