ὁμοιάζω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοιάζω''': ([[ὅμοιος]]) εἶμαι [[ὅμοιος]], Γαλιλαῖος εἶ, καὶ ἡ [[λαλιά]] σου ὁμοιάζει Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 70. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 168.
|lstext='''ὁμοιάζω''': ([[ὅμοιος]]) εἶμαι [[ὅμοιος]], Γαλιλαῖος εἶ, καὶ ἡ [[λαλιά]] σου ὁμοιάζει Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 70. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 168.
}}
{{bailly
|btext=comparer.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιάζω Medium diacritics: ὁμοιάζω Low diacritics: ομοιάζω Capitals: ΟΜΟΙΑΖΩ
Transliteration A: homoiázō Transliteration B: homoiazō Transliteration C: omoiazo Beta Code: o(moia/zw

English (LSJ)

(ὅμοιος)

   A to be like, interpol. in Ev.Marc.14.70, v.l.inEv.Matt.23.27.    II trans., compare, liken, Diom.p.365K.

German (Pape)

[Seite 334] gleich sein, gleichen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιάζω: (ὅμοιος) εἶμαι ὅμοιος, Γαλιλαῖος εἶ, καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 70. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 168.

French (Bailly abrégé)

comparer.
Étymologie: ὅμοιος.