στερεόφρων: Difference between revisions

From LSJ

ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Source
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στερεόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων στερεάν, ἰσχυρογνώμονα διάθεσιν, [[ἰσχυρογνώμων]], Σοφ. Αἴ. 926.
|lstext='''στερεόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων στερεάν, ἰσχυρογνώμονα διάθεσιν, [[ἰσχυρογνώμων]], Σοφ. Αἴ. 926.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />au caractère rigide.<br />'''Étymologie:''' [[στερεός]], [[φρήν]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεόφρων Medium diacritics: στερεόφρων Low diacritics: στερεόφρων Capitals: ΣΤΕΡΕΟΦΡΩΝ
Transliteration A: stereóphrōn Transliteration B: stereophrōn Transliteration C: stereofron Beta Code: stereo/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)

   A stubborn-hearted, S.Aj.926 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 937] ον, hartes, festes Sinnes, Soph. Ai. 909.

Greek (Liddell-Scott)

στερεόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων στερεάν, ἰσχυρογνώμονα διάθεσιν, ἰσχυρογνώμων, Σοφ. Αἴ. 926.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
au caractère rigide.
Étymologie: στερεός, φρήν.