παρδαλέη: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρδᾰλέη''': (ἐξυπ. [[δορά]]), ἡ, δορὰ παρδάλεως, Ἰλ. Γ. 17, Κ. 29, Ἡρόδ. 7. 69· Δωρ. παρδαλέα, Πινδ. Π. 4. 143· Ἀττ. συνῃρ. παρδᾰλῆ. Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 324. | |lstext='''παρδᾰλέη''': (ἐξυπ. [[δορά]]), ἡ, δορὰ παρδάλεως, Ἰλ. Γ. 17, Κ. 29, Ἡρόδ. 7. 69· Δωρ. παρδαλέα, Πινδ. Π. 4. 143· Ἀττ. συνῃρ. παρδᾰλῆ. Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 324. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[δορά]];<br />peau de panthère.<br />'''Étymologie:''' [[πάρδαλις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
(sc. δορά), ἡ,
A leopard-skin, Il.3.17, 10.29, Hdt.7.69 : prov., παρδαλέην ἐνεῖσθαι, of a shifty person, Eust.374.44 ; Dor. παρδᾰλέα Pi.P.4.81 ; Att. contr. παρδᾰλῆ Ar.Au.1250, Anaxandr.65, Corn.ND27.
German (Pape)
[Seite 509] ἡ, sc. δορά, Pantherfell; Il. 3, 17. 10, 29; Pind. P. 4, 143; Her. 7, 69 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρδᾰλέη: (ἐξυπ. δορά), ἡ, δορὰ παρδάλεως, Ἰλ. Γ. 17, Κ. 29, Ἡρόδ. 7. 69· Δωρ. παρδαλέα, Πινδ. Π. 4. 143· Ἀττ. συνῃρ. παρδᾰλῆ. Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 324.