τριβάρβαρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐβάρβᾰρος''': -ον, τρὶς [[βάρβαρος]], Ἰλλυρὶς καὶ [[τριβάρβαρος]] Πλούτ. 2. 14Β, Κ. Μανασσ. Χρον. 3539, 3948, 6589, 6604, 6679, κτλ.
|lstext='''τρῐβάρβᾰρος''': -ον, τρὶς [[βάρβαρος]], Ἰλλυρὶς καὶ [[τριβάρβαρος]] Πλούτ. 2. 14Β, Κ. Μανασσ. Χρον. 3539, 3948, 6589, 6604, 6679, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />(trois fois <i>càd</i>) tout à fait barbare.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[βάρβαρος]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐβάρβᾰρος Medium diacritics: τριβάρβαρος Low diacritics: τριβάρβαρος Capitals: ΤΡΙΒΑΡΒΑΡΟΣ
Transliteration A: tribárbaros Transliteration B: tribarbaros Transliteration C: trivarvaros Beta Code: triba/rbaros

English (LSJ)

ον,

   A thrice-barbarous, Plu.2.14b.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβάρβᾰρος: -ον, τρὶς βάρβαρος, Ἰλλυρὶς καὶ τριβάρβαρος Πλούτ. 2. 14Β, Κ. Μανασσ. Χρον. 3539, 3948, 6589, 6604, 6679, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(trois fois càd) tout à fait barbare.
Étymologie: τρίς, βάρβαρος.