πανδοκεύς: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
(6_8) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πανδοκεύς''': έως, ὁ, ὁ πάντας τοὺς ἐρχομένους δεχόμενος, ξενοδόχος, Πλάτ, Νόμ. 918Β, Πλούτ. 2. 234Ε, κτλ.· μεταφορ., πάσης κακίας π. Πλάτ. Πολ. 580Α· [[Ἅιδης]] Λυσ. 655· - ἴδε [[πανδοκεῖον]] ἐν τέλει. | |lstext='''πανδοκεύς''': έως, ὁ, ὁ πάντας τοὺς ἐρχομένους δεχόμενος, ξενοδόχος, Πλάτ, Νόμ. 918Β, Πλούτ. 2. 234Ε, κτλ.· μεταφορ., πάσης κακίας π. Πλάτ. Πολ. 580Α· [[Ἅιδης]] Λυσ. 655· - ἴδε [[πανδοκεῖον]] ἐν τέλει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />aubergiste.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[δέχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A one who receives all comers, innkeeper, Pl.Lg.918b, Plb.2.15.6, Arr.Epict.1.24.14, Plu.2.234e, etc.: metaph., πάσης κακίας π. Pl.R. 580a; π. Ἅιδης Lyc.655:—later πανδοχεύς, Ev.Luc.10.35; of the δεκάς, all-containing, Pythag. ap. Procl.in Ti.3.107 D.; also Pythag. name for unity, Theol.Ar.6.
German (Pape)
[Seite 458] ὁ, der Alle aufnimmt, Gastwirth; καὶ μισθωτός, Plat. Legg. XI, 918 b; Sp., wie Plut. – In allgemeiner Bdtg, der Alle aufnimmt, Ἅιδης, Lycophr. 655; vgl. Plat. Rep. IX, 580 a, πάσης κακίας πανδοκεῖ καὶ τροφεῖ.
Greek (Liddell-Scott)
πανδοκεύς: έως, ὁ, ὁ πάντας τοὺς ἐρχομένους δεχόμενος, ξενοδόχος, Πλάτ, Νόμ. 918Β, Πλούτ. 2. 234Ε, κτλ.· μεταφορ., πάσης κακίας π. Πλάτ. Πολ. 580Α· Ἅιδης Λυσ. 655· - ἴδε πανδοκεῖον ἐν τέλει.