ἐγγλύφω: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγγλύφω''': ῠ: μέλλ. -ψω, χαράττω, ἐγχαράττω, «[[σκαλίζω]]», ζῷα ἐν λίθισοι Ἡρόδ. 2. 4· ζῷα ἐγγεγλυμμένα [[αὐτόθι]] 124· αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι αὐτόθ. 138. | |lstext='''ἐγγλύφω''': ῠ: μέλλ. -ψω, χαράττω, ἐγχαράττω, «[[σκαλίζω]]», ζῷα ἐν λίθισοι Ἡρόδ. 2. 4· ζῷα ἐγγεγλυμμένα [[αὐτόθι]] 124· αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι αὐτόθ. 138. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=graver sur : αἱμασίη ἐγγεγλυμμένη τύποισι HDT mur de pierres sèches couvert de figures gravées.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[γλύφω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
A carve, ζῷα ἐν λίθοισι Hdt.2.4; ζῷα ἐγγεγλυμμένα ib.124; αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι ib.138; λίθος εἰκόνα -γεγλυμμένος J.AJ19.2.3; hollow out, [γογγύλην] Dsc.2.110, al.:—Pass., ὀστοῦ-γλυφέντος having a groove, Gal.2.255.
German (Pape)
[Seite 701] einschneiden, eingraben, in Stein, Holz u. dgl.; Her. ζῷα ἐν λίθοις 2, 4, u. öfter im pass., ἐγγέγλυμμαι 2, 106. 148; Plat. Eryx. 400 b; auch Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγλύφω: ῠ: μέλλ. -ψω, χαράττω, ἐγχαράττω, «σκαλίζω», ζῷα ἐν λίθισοι Ἡρόδ. 2. 4· ζῷα ἐγγεγλυμμένα αὐτόθι 124· αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι αὐτόθ. 138.
French (Bailly abrégé)
graver sur : αἱμασίη ἐγγεγλυμμένη τύποισι HDT mur de pierres sèches couvert de figures gravées.
Étymologie: ἐν, γλύφω.