ὠμόδροπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠμόδροπος''': -ον, ὁ ληφθείς, συλλεχθεὶς [[ἄωρος]], νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, πρὸ τῆς κατὰ νόμων διαπαρθενεύσεως, δηλ. πρὸ τοῦ γάμου [[ὅστις]] δρέπει τὰ πρῶτα νεαρὰ [[ἄνθη]] τῆς [[παρθενίας]], Αἰσχύλ. Θήβ. 333. | |lstext='''ὠμόδροπος''': -ον, ὁ ληφθείς, συλλεχθεὶς [[ἄωρος]], νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, πρὸ τῆς κατὰ νόμων διαπαρθενεύσεως, δηλ. πρὸ τοῦ γάμου [[ὅστις]] δρέπει τὰ πρῶτα νεαρὰ [[ἄνθη]] τῆς [[παρθενίας]], Αἰσχύλ. Θήβ. 333. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />cueilli encore vert, <i>càd</i> avant l’âge <i>en parl. de la virginité</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὠμός]], [[δρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A plucked unripe, νόμιμα ὠ., prop. the right of plucking the fresh fruit, metaph. for the rights of the marriage-bed, the husband's rights, A.Th.333(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠμόδροπος: -ον, ὁ ληφθείς, συλλεχθεὶς ἄωρος, νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, πρὸ τῆς κατὰ νόμων διαπαρθενεύσεως, δηλ. πρὸ τοῦ γάμου ὅστις δρέπει τὰ πρῶτα νεαρὰ ἄνθη τῆς παρθενίας, Αἰσχύλ. Θήβ. 333.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
cueilli encore vert, càd avant l’âge en parl. de la virginité.
Étymologie: ὠμός, δρέπω.