ἀπαρτισμός: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαρτισμός''': ὁ, [[συμπλήρωσις]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιδ΄, 28· κατ’ ἀπαρτισμόν, ἀπολύτως, τελείως, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 24, Στοβ. Ἐκλογ. 1. σ. 258. | |lstext='''ἀπαρτισμός''': ὁ, [[συμπλήρωσις]], Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιδ΄, 28· κατ’ ἀπαρτισμόν, ἀπολύτως, τελείως, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 24, Στοβ. Ἐκλογ. 1. σ. 258. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> achèvement, perfection;<br /><b>2</b> repos <i>ou</i> suspension <i>en parl. de la césure</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπαρτίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A completion, Ev.Luc.14.28; ἔργων PGiss.67.9 (ii A. D.); λογοθεσίας Mitteis Chr.88iv 25 (ii A. D.); κατ' ἀπαρτισμόν precisely, Chrysipp.Stoic.2.164; οὐ κατ' ἀπαρτισμὸν ἀλλ' ἐν πλάτει not narrowly but broadly, D.H.Comp.24. 2 rounding off, βαλάνου Antyll. ap. Orib. 50.3.1.
German (Pape)
[Seite 281] ὁ, dasselbe, N. T; κατ' ἀπαρτισμόν, absolut, D. Hal. C. V. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρτισμός: ὁ, συμπλήρωσις, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιδ΄, 28· κατ’ ἀπαρτισμόν, ἀπολύτως, τελείως, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 24, Στοβ. Ἐκλογ. 1. σ. 258.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 achèvement, perfection;
2 repos ou suspension en parl. de la césure.
Étymologie: ἀπαρτίζω.