μόναπος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόναπος''': ὁ, Παιονικὸν [[ὄνομα]] τοῦ βονάσου [[ἤτοι]] ἀγρίου βοός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1· μόναιπος ἐν τῷ π. Θαυμασ. 1· ― πρβλ. [[μόνωψ]], [[μόνωτος]].
|lstext='''μόναπος''': ὁ, Παιονικὸν [[ὄνομα]] τοῦ βονάσου [[ἤτοι]] ἀγρίου βοός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1· μόναιπος ἐν τῷ π. Θαυμασ. 1· ― πρβλ. [[μόνωψ]], [[μόνωτος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />taureau sauvage, bison européen, auroch, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' mot péonien.
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόναπος Medium diacritics: μόναπος Low diacritics: μόναπος Capitals: ΜΟΝΑΠΟΣ
Transliteration A: mónapos Transliteration B: monapos Transliteration C: monapos Beta Code: mo/napos

English (LSJ)

ὁ, Paeonian name for βόνασος or βόλινθος, Arist.HA630a20:—written μόναιπος, Id.Mir.830a7; cf.

   A μόνωψ, μόνωτος 11.

German (Pape)

[Seite 201] ὁ, bei den Päoniern = βόνασος, Arist. H. A. 9, 45, auch μόνωψ.

Greek (Liddell-Scott)

μόναπος: ὁ, Παιονικὸν ὄνομα τοῦ βονάσου ἤτοι ἀγρίου βοός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1· μόναιπος ἐν τῷ π. Θαυμασ. 1· ― πρβλ. μόνωψ, μόνωτος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
taureau sauvage, bison européen, auroch, animal.
Étymologie: mot péonien.