εὐδιάλυτος: Difference between revisions
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδιάλῠτος''': -ον, εὐκόλως ἀνοιγόμενος, ἐπὶ γαλεάγρας, Στράβ. 273. 2) εὐκόλως διαλυόμενος, [[φιλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 3˙ Ἑλλὰς Πλούτ. Φιλοπ. 8. 3) εὐκόλως ἀνασκευαζόμενος, ἀναιρούμενος, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, Ἑρμογ. 4) εὐκολοχώνευτος Ἀθήν. 87 Ε. ΙΙ. εὐκόλως διαλλαττόμενος, Πολύβ. 29. 5, 5. | |lstext='''εὐδιάλῠτος''': -ον, εὐκόλως ἀνοιγόμενος, ἐπὶ γαλεάγρας, Στράβ. 273. 2) εὐκόλως διαλυόμενος, [[φιλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 3˙ Ἑλλὰς Πλούτ. Φιλοπ. 8. 3) εὐκόλως ἀνασκευαζόμενος, ἀναιρούμενος, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, Ἑρμογ. 4) εὐκολοχώνευτος Ἀθήν. 87 Ε. ΙΙ. εὐκόλως διαλλαττόμενος, Πολύβ. 29. 5, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à ruiner, à détruire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to undo or open, of traps, Str.6.2.6. 2 easy to dissolve or break up, gloss on ὑποψάθυρος, Gal.16.762: metaph., φιλίαι Arist.EN1156a19, cf. Ph.1.379; Ἑλλάς Plu.Phil.8. 3 easy to solve or refute, D.H. Rh.9.5, Hermog.Meth.22. 4 easy to dissolve, and so to digest, Hices. ap. Ath.3.87e. II easy to reconcile, Plb.29.11.5.
German (Pape)
[Seite 1061] leicht aufzulösen, zu trennen; φιλία Arist. eth. 8, 3; γαλεάγραι Strab. VI, 273; Ἑλλὰς ἀσθενὴς καὶ εὐδ. Plut. Philp. 8; leicht zu versöhnen, Pol. 29, 5, 5; – leicht zu verdauen, von Speisen, Ath. III, 87 e; – leicht zu widerlegen, Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάλῠτος: -ον, εὐκόλως ἀνοιγόμενος, ἐπὶ γαλεάγρας, Στράβ. 273. 2) εὐκόλως διαλυόμενος, φιλία Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 3˙ Ἑλλὰς Πλούτ. Φιλοπ. 8. 3) εὐκόλως ἀνασκευαζόμενος, ἀναιρούμενος, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, Ἑρμογ. 4) εὐκολοχώνευτος Ἀθήν. 87 Ε. ΙΙ. εὐκόλως διαλλαττόμενος, Πολύβ. 29. 5, 5.