διαστροφή: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαστροφή''': ἡ, ([[διαστρέφω]]) [[συστροφή]], ἐπὶ τεθραυσμένου μέλους, Ἱππ. Ἀγμ. 763· ἐξάρθρησις, ὁ αὐτ. Ἂρθρ. 812· [[συστροφή]], «στρηφογύρισμα», τῶν ὀμμάτων Ἀριστ. Προβλ. 31. 7 καί 27. 2) μεταφ., [[μεταστροφή]], διαφθορά, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ε. 2. 10, 23· τινος ἐπί τὸ [[χεῖρον]] Πολύβ. 2. 21, 8.
|lstext='''διαστροφή''': ἡ, ([[διαστρέφω]]) [[συστροφή]], ἐπὶ τεθραυσμένου μέλους, Ἱππ. Ἀγμ. 763· ἐξάρθρησις, ὁ αὐτ. Ἂρθρ. 812· [[συστροφή]], «στρηφογύρισμα», τῶν ὀμμάτων Ἀριστ. Προβλ. 31. 7 καί 27. 2) μεταφ., [[μεταστροφή]], διαφθορά, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ε. 2. 10, 23· τινος ἐπί τὸ [[χεῖρον]] Πολύβ. 2. 21, 8.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />distorsion ; <i>au sens mor.</i> perversion.<br />'''Étymologie:''' [[διαστρέφω]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστροφή Medium diacritics: διαστροφή Low diacritics: διαστροφή Capitals: ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ
Transliteration A: diastrophḗ Transliteration B: diastrophē Transliteration C: diastrofi Beta Code: diastrofh/

English (LSJ)

ἡ,

   A twisting, of a fractured limb, Hp.Fract.16; distortion, Id.Art.46; τῶν ὀμμάτων Arist.Pr.958a6, cf. 960a20: abs., of limbs, Sor.1.111.    2 metaph., perversion, Arist.EE1227a21; τοῦ δήμου ἐπὶ τὸ χεῖρον Plb. 2.21.8, Porph.Abst.1.13, etc.; γενῶν Plu.2.520c; δ. κακή LXX Pr.2.14.    3 distraction, Metrod.Herc.831.7; madness, D.L.2.89.    4 tergiversation, Just.Nov.17.8.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 604] ἡ, Verdrehung, ὀμμάτων, das Schielen, Arist. Probl. 41, 7; Verreutung, Medic. Auch von Geistesverkehrtheit, D. L. 2, 89. – Uebertr., δ. τοῦ δήμου ἐπὶ τὸ χεῖρον, Verschlechterung, Pol. 2, 21; Ggstz διόρθωσις, Plut. Mus. 31.

Greek (Liddell-Scott)

διαστροφή: ἡ, (διαστρέφω) συστροφή, ἐπὶ τεθραυσμένου μέλους, Ἱππ. Ἀγμ. 763· ἐξάρθρησις, ὁ αὐτ. Ἂρθρ. 812· συστροφή, «στρηφογύρισμα», τῶν ὀμμάτων Ἀριστ. Προβλ. 31. 7 καί 27. 2) μεταφ., μεταστροφή, διαφθορά, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ε. 2. 10, 23· τινος ἐπί τὸ χεῖρον Πολύβ. 2. 21, 8.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
distorsion ; au sens mor. perversion.
Étymologie: διαστρέφω.