ἀποκυέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκυέω''': [[φέρω]], [[τίκτω]], γεννῶ, μετ’ αἰτ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 66, Διον. Ἁλ. 1. 70, Πλουτ. Σύλλ. 37· ἀπολ., Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 1: - μεταφ., ἡ [[ἁμαρτία]] ἀπ. θάνατον Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 15, πρβλ. Φίλωνα 1. 214: - Παθ., ἐπὶ τοῦ γεννωμένου βρέφους, Πλουτ. Λυκοῦργ. 3, Ἡρωδιαν. 1. 5.
|lstext='''ἀποκυέω''': [[φέρω]], [[τίκτω]], γεννῶ, μετ’ αἰτ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 66, Διον. Ἁλ. 1. 70, Πλουτ. Σύλλ. 37· ἀπολ., Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 1: - μεταφ., ἡ [[ἁμαρτία]] ἀπ. θάνατον Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 15, πρβλ. Φίλωνα 1. 214: - Παθ., ἐπὶ τοῦ γεννωμένου βρέφους, Πλουτ. Λυκοῦργ. 3, Ἡρωδιαν. 1. 5.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />mettre au monde, enfanter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κυέω]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκῠέω Medium diacritics: ἀποκυέω Low diacritics: αποκυέω Capitals: ΑΠΟΚΥΕΩ
Transliteration A: apokyéō Transliteration B: apokyeō Transliteration C: apokyeo Beta Code: a)pokue/w

English (LSJ)

   A bear young, bring forth, c. acc., Arist. Fr.76, interpol. in D.H. 1.70, Plu. Sull.37: abs., Luc. DMar.10.1: metaph., ἡ ἁμαρτία ἀ. θάνατον Ep.Jac.1.15, cf. Ph.1.214:—Pass., of the child, Plu. Lyc.3. Hdn.1.5.5 (Pass. part. ἀποκυόμενα Ph.2.202,397).

German (Pape)

[Seite 309] gebären, Dion. Hal. 1, 70 Luc. Plut., auch von Thieren; übh. hervorbringen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκυέω: φέρω, τίκτω, γεννῶ, μετ’ αἰτ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 66, Διον. Ἁλ. 1. 70, Πλουτ. Σύλλ. 37· ἀπολ., Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 1: - μεταφ., ἡ ἁμαρτία ἀπ. θάνατον Ἐπιστ. Ἰακώβ. α΄, 15, πρβλ. Φίλωνα 1. 214: - Παθ., ἐπὶ τοῦ γεννωμένου βρέφους, Πλουτ. Λυκοῦργ. 3, Ἡρωδιαν. 1. 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mettre au monde, enfanter.
Étymologie: ἀπό, κυέω.