λευκάνθεμον: Difference between revisions
From LSJ
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκάνθεμον''': τό, λευκὸν [[ἄνθος]], ὡς τὸ [[χρυσάνθεμον]], [[ὄνομα]] διαφόρων φυτῶν ἐκ τοῦ γένους τῶν χαμαιμήλων, Διοσκ. 3. 154, Πλιν. Ν. Η. 21. 93· [[ὡσαύτως]] λευκανθεμίς, ίδος, ἡ, [[αὐτόθι]] 22. 26. | |lstext='''λευκάνθεμον''': τό, λευκὸν [[ἄνθος]], ὡς τὸ [[χρυσάνθεμον]], [[ὄνομα]] διαφόρων φυτῶν ἐκ τοῦ γένους τῶν χαμαιμήλων, Διοσκ. 3. 154, Πλιν. Ν. Η. 21. 93· [[ὡσαύτως]] λευκανθεμίς, ίδος, ἡ, [[αὐτόθι]] 22. 26. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />sorte de camomille, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λευκανθής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A white-flower, like χρυσάνθεμον, name of several plants of the genus Anthemis, Dsc.3.137, Plin.HN21.163:— also λευκ-ανθεμίς, ίδος, ἡ, ib.22.53.
German (Pape)
[Seite 33] τό (Weißblume), eine Pflanze, zu den Kamillen gehörig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λευκάνθεμον: τό, λευκὸν ἄνθος, ὡς τὸ χρυσάνθεμον, ὄνομα διαφόρων φυτῶν ἐκ τοῦ γένους τῶν χαμαιμήλων, Διοσκ. 3. 154, Πλιν. Ν. Η. 21. 93· ὡσαύτως λευκανθεμίς, ίδος, ἡ, αὐτόθι 22. 26.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de camomille, plante.
Étymologie: λευκανθής.