διαχόω: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαχόω''': παλαιὸς [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[διαχώννυμι]] (ὃ ἴδε), διαχοῦν τὸ [[χῶμα]], συμπληροῦν τὴν ἐπισώρευσιν τοῦ χώματος, Ἡρόδ. 8. 97. 2) διὰ χώματος [[ἀποχωρίζω]] ἢ ὀχυρῶ, Στράβ. 245. | |lstext='''διαχόω''': παλαιὸς [[τύπος]] ἀντὶ τοῦ [[διαχώννυμι]] (ὃ ἴδε), διαχοῦν τὸ [[χῶμα]], συμπληροῦν τὴν ἐπισώρευσιν τοῦ χώματος, Ἡρόδ. 8. 97. 2) διὰ χώματος [[ἀποχωρίζω]] ἢ ὀχυρῶ, Στράβ. 245. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>inf. prés.</i> διαχοῦν;<br />construire une jetée.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
A bank up: διαχοῦν τὸ χῶμα complete the mound, Hdt.8.97. 2 block with a mole, πορθμόν Str.9.1.13, cf. 7.4.7.
German (Pape)
[Seite 613] einen Damm durchführen; χῶμα ἐς Σαλαμῖνα διαχοῖν Her. 8, 97; Strab. 5, 4, 6 öfter.
Greek (Liddell-Scott)
διαχόω: παλαιὸς τύπος ἀντὶ τοῦ διαχώννυμι (ὃ ἴδε), διαχοῦν τὸ χῶμα, συμπληροῦν τὴν ἐπισώρευσιν τοῦ χώματος, Ἡρόδ. 8. 97. 2) διὰ χώματος ἀποχωρίζω ἢ ὀχυρῶ, Στράβ. 245.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
inf. prés. διαχοῦν;
construire une jetée.
Étymologie: διά, χόω.