εὐπαράπειστος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπαράπειστος''': -ον, εὐκόλως παραπειθόμενος, φίλοις εὐπαραπειστότατος, Ξεν. Ἀγησ. 11, 12.
|lstext='''εὐπαράπειστος''': -ον, εὐκόλως παραπειθόμενος, φίλοις εὐπαραπειστότατος, Ξεν. Ἀγησ. 11, 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à persuader.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[παραπείθω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαράπειστος Medium diacritics: εὐπαράπειστος Low diacritics: ευπαράπειστος Capitals: ΕΥΠΑΡΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euparápeistos Transliteration B: euparapeistos Transliteration C: efparapeistos Beta Code: eu)para/peistos

English (LSJ)

ον,

   A easily persuaded, φίλοις X.Ages.11.12 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1086] leicht zu bereden, φίλοις εὐπαραπειστότατος Xen. Ag. 11, 12; Poll. 8, 12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαράπειστος: -ον, εὐκόλως παραπειθόμενος, φίλοις εὐπαραπειστότατος, Ξεν. Ἀγησ. 11, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à persuader.
Étymologie: εὖ, παραπείθω.