κατάκοπος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάκοπος''': -ον, κατακεκομμένος, «κομμένος», κουρασμένος, κεκοπιακώς, κεκμηκώς, [[κατάπονος]], πεπονημμένος, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς Διον. Ἁλ. 6. 29· ὑπὸ τῆς μάχης Διόδ. 13. 18· πρβλ. [[κόπος]]· καὶ ἐνεργ., σκληρὰ μὲν καὶ [[ἀντίτυπος]] (πᾶσα μεταφορὰ) [[κατάκοπος]], εὐφραίνει δὲ πραεῖα καὶ [[ἄλυπος]] Φιλόδ. περὶ Ρητορ. ἔκδ. Sudh. σ. 173, 17.
|lstext='''κατάκοπος''': -ον, κατακεκομμένος, «κομμένος», κουρασμένος, κεκοπιακώς, κεκμηκώς, [[κατάπονος]], πεπονημμένος, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς Διον. Ἁλ. 6. 29· ὑπὸ τῆς μάχης Διόδ. 13. 18· πρβλ. [[κόπος]]· καὶ ἐνεργ., σκληρὰ μὲν καὶ [[ἀντίτυπος]] (πᾶσα μεταφορὰ) [[κατάκοπος]], εὐφραίνει δὲ πραεῖα καὶ [[ἄλυπος]] Φιλόδ. περὶ Ρητορ. ἔκδ. Sudh. σ. 173, 17.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />brisé de fatigue, épuisé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κόπος]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκοπος Medium diacritics: κατάκοπος Low diacritics: κατάκοπος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ
Transliteration A: katákopos Transliteration B: katakopos Transliteration C: katakopos Beta Code: kata/kopos

English (LSJ)

ον,

   A very weary, κ. τῷ σώματι LXX Jb.3.17, al.; ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D.H.6.29; ὑπὸ τῆς μάχης D.S.13.18, cf. Plu.Arat.8.    II wearisome, tedious, Phld.Rh.1.173S.

German (Pape)

[Seite 1355] zerhauen, zerschnitten, – ermüdet, erschöpft, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D. Hal. 6, 29; ὑπὸ τῆς μάχης κατάκοποι τοῖς σώμασιν D. Sic. 13, 18, vgl. 17, 12; Plut. Arat. 8 u. öfter, wie a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκοπος: -ον, κατακεκομμένος, «κομμένος», κουρασμένος, κεκοπιακώς, κεκμηκώς, κατάπονος, πεπονημμένος, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς Διον. Ἁλ. 6. 29· ὑπὸ τῆς μάχης Διόδ. 13. 18· πρβλ. κόπος· καὶ ἐνεργ., σκληρὰ μὲν καὶ ἀντίτυπος (πᾶσα μεταφορὰ) κατάκοπος, εὐφραίνει δὲ πραεῖα καὶ ἄλυπος Φιλόδ. περὶ Ρητορ. ἔκδ. Sudh. σ. 173, 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brisé de fatigue, épuisé.
Étymologie: κατά, κόπος.