ἀπόκλαυμα: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόκλαυμα''': τό, θρηνολόγημα, [[κλαυθμός]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 39: ― [[ὡσαύτως]], ἀπόκλαυσις, εως, ἡ, Ὠριγέν.
|lstext='''ἀπόκλαυμα''': τό, θρηνολόγημα, [[κλαυθμός]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 39: ― [[ὡσαύτως]], ἀπόκλαυσις, εως, ἡ, Ὠριγέν.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />lamentation.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκλαίω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκλαυμα Medium diacritics: ἀπόκλαυμα Low diacritics: απόκλαυμα Capitals: ΑΠΟΚΛΑΥΜΑ
Transliteration A: apóklauma Transliteration B: apoklauma Transliteration C: apoklavma Beta Code: a)po/klauma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A loud wailing, γραῶν Arr.Epict.2.16.39 (pl.).

German (Pape)

[Seite 307] τό, das Beweinen, Klagelied, Arr. Epict. 2, 16, 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκλαυμα: τό, θρηνολόγημα, κλαυθμός, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 16, 39: ― ὡσαύτως, ἀπόκλαυσις, εως, ἡ, Ὠριγέν.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lamentation.
Étymologie: ἀποκλαίω.