ἐπαγωνίζομαι: Difference between revisions
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαγωνίζομαι''': Ἀποθ., ἁμιλλῶμαι [[πρός]] τινα, ἐπαγωνιζόμενος τῷ Ἀννίβᾳ Πλουτ. Φάβ. 23, Φιλόστρ. 538. 2) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[ἀγωνίζομαι]] ὑπέρ τινος πράγματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 19, Ἐπιστολ. Ἰούδα, 3· ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 93: ― ἑτέροις [[ἔξωθεν]]... τεκμηρίοις, δυνάμει ἑτέρων [[ἔξωθεν]] τεκμηρίων, Πλουτ. Νουμ. 8. | |lstext='''ἐπαγωνίζομαι''': Ἀποθ., ἁμιλλῶμαι [[πρός]] τινα, ἐπαγωνιζόμενος τῷ Ἀννίβᾳ Πλουτ. Φάβ. 23, Φιλόστρ. 538. 2) [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[ἀγωνίζομαι]] ὑπέρ τινος πράγματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 19, Ἐπιστολ. Ἰούδα, 3· ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 93: ― ἑτέροις [[ἔξωθεν]]... τεκμηρίοις, δυνάμει ἑτέρων [[ἔξωθεν]] τεκμηρίων, Πλουτ. Νουμ. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἐπαγωνισάμην;<br /><b>1</b> lutter en s’appuyant sur : ἐπ. τεκμηρίοις PLUT s’appuyer sur des témoignages pour soutenir une opinion;<br /><b>2</b> lutter de nouveau : τινι contre qqn;<br /><b>3</b> faire assaut de : ταῖς νίκαις PLUT faire assaut de victoires.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀγωνίζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A contend with, τινί Plu.Fab.23; continue to attack, Aeschin.Ep.2.2. 2 c. dat. rei, contend in, εὐνοίᾳ IG12(5).860.19 (Tenos); contend for, τῇ πίστει Ep.Jud.3: lay stress on, ἐ. τῷ λόγῳ Gal.14.246; τεκμηρίοις ἐ. Plu.Num.8; ἐ. τῇ λέξει τὰ ἰσοδυναμοῦντα παρατιθείς Aristid.Rh.1p.500S.: abs., S.E.M.3.93; exertoneself, IG22.1343.16. 3 contend again, in games, D.H.Rh.7.6. b speak after a person, follow him, Philostr.VS1.25.7; ἐ. τῷ λόγῳ Lib.Arg.D.22.
German (Pape)
[Seite 894] bei, für Etwas kämpfen, Sp.; τεκμηρίοις, mit Beweisen, Plut. Num. 8; – noch dazu kämpfen, Sext. Emp. adv. geom. 93; ταῖς νίκαις, zu den Siegen neuen Kampf hinzufügen, Plut. Cim. 13; τῷ Ἀννίβᾳ, wieder mit ihm kämpfen, Fab. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγωνίζομαι: Ἀποθ., ἁμιλλῶμαι πρός τινα, ἐπαγωνιζόμενος τῷ Ἀννίβᾳ Πλουτ. Φάβ. 23, Φιλόστρ. 538. 2) μετὰ δοτ. πράγμ., ἀγωνίζομαι ὑπέρ τινος πράγματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 19, Ἐπιστολ. Ἰούδα, 3· ἀπολ., Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 93: ― ἑτέροις ἔξωθεν... τεκμηρίοις, δυνάμει ἑτέρων ἔξωθεν τεκμηρίων, Πλουτ. Νουμ. 8.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπαγωνισάμην;
1 lutter en s’appuyant sur : ἐπ. τεκμηρίοις PLUT s’appuyer sur des témoignages pour soutenir une opinion;
2 lutter de nouveau : τινι contre qqn;
3 faire assaut de : ταῖς νίκαις PLUT faire assaut de victoires.
Étymologie: ἐπί, ἀγωνίζομαι.