ἀπερυθριάω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπερυθριάω''': μέλλ. -άσω [ᾱσω]: - δὲν ἐρυθριῶ, ἀφίνω τὸ [[ἐρύθημα]] εἰς ἓν [[μέρος]], «ἀφίνω τὴν ἐντροπὴν εἰς ἕνα πλάγι», ἀλλὰ κρεῖτον ἦν εὐθὺς [[τότε]] ἀπερυθριᾶσαι [[μᾶλλον]] ἢ σχεῖν πράγματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1216· ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ’ οὐδεὶς ἔτι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 287. - Ἐπίρρ. ἀπηρυθριᾱκότως, ἀναισχύντως, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀπηρυθριασμένως Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[σπάδων]]: ἀπερυθριάστως Βυζ. 2) [[παύω]] νὰ εἶμαι [[ἐρυθρός]], ἐπὶ ὀφθαλμῶν, Λουκ. Λεξιφ. 4.
|lstext='''ἀπερυθριάω''': μέλλ. -άσω [ᾱσω]: - δὲν ἐρυθριῶ, ἀφίνω τὸ [[ἐρύθημα]] εἰς ἓν [[μέρος]], «ἀφίνω τὴν ἐντροπὴν εἰς ἕνα πλάγι», ἀλλὰ κρεῖτον ἦν εὐθὺς [[τότε]] ἀπερυθριᾶσαι [[μᾶλλον]] ἢ σχεῖν πράγματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1216· ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ’ οὐδεὶς ἔτι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 287. - Ἐπίρρ. ἀπηρυθριᾱκότως, ἀναισχύντως, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀπηρυθριασμένως Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[σπάδων]]: ἀπερυθριάστως Βυζ. 2) [[παύω]] νὰ εἶμαι [[ἐρυθρός]], ἐπὶ ὀφθαλμῶν, Λουκ. Λεξιφ. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἀπηρυθρίασα, <i>pf.</i> ἀπηρυθρίακα;<br />ne plus rougir, être impudent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἐρυθριάω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερυθριάω Medium diacritics: ἀπερυθριάω Low diacritics: απερυθριάω Capitals: ΑΠΕΡΥΘΡΙΑΩ
Transliteration A: aperythriáō Transliteration B: aperythriaō Transliteration C: aperythriao Beta Code: a)peruqria/w

English (LSJ)

   A to put away blushes, to be past blushing, Ar.Nu.1216; ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.782, cf. Plu.2.547b, Luc.Jud. Voc.8, Lib.Decl.15.43; πρὸς πάντας Jul.Or.6.196d. Adv. ἀπηρυθριᾱκότως, shamelessly, Apollod.Com.13.10.    2 cease to be red or flushed, Luc.Lex.4.

German (Pape)

[Seite 288] nicht mehr erröthen, schamlos sein, Ar. Nubb. 1197 Luc. Iud. Voc. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερυθριάω: μέλλ. -άσω [ᾱσω]: - δὲν ἐρυθριῶ, ἀφίνω τὸ ἐρύθημα εἰς ἓν μέρος, «ἀφίνω τὴν ἐντροπὴν εἰς ἕνα πλάγι», ἀλλὰ κρεῖτον ἦν εὐθὺς τότε ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1216· ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ’ οὐδεὶς ἔτι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 287. - Ἐπίρρ. ἀπηρυθριᾱκότως, ἀναισχύντως, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀπηρυθριασμένως Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σπάδων: ἀπερυθριάστως Βυζ. 2) παύω νὰ εἶμαι ἐρυθρός, ἐπὶ ὀφθαλμῶν, Λουκ. Λεξιφ. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἀπηρυθρίασα, pf. ἀπηρυθρίακα;
ne plus rougir, être impudent.
Étymologie: ἀπό, ἐρυθριάω.