ἄπεπλος: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπεπλος''': -ον, [[ἄνευ]] πέπλου, ὅ ἐ. μόνον [[μετὰ]] χιτῶνος, ἐπὶ κόρης, ποσσὶν [[ἄπεπλος]] ὀρούσαισ’ ἀπὸ στρωμνᾶς, ἐν χιτωνίσκῳ, κοινῶς «μὲ τὸ ’ποκάμισο», «αὐτοποδητὶ ἐκπηδήσασα ἀπὸ τῆς κοίτης» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. (50) 74· ― ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ [[μονόπεπλος]] ἐν Εὐρ. Ἑκ. 933 ([[ἔνθα]] τὸ [[πέπλος]] λαμβάνεται γενικῶς ἐπὶ παντὸς ἐνδύματος): ― [[ἄπεπλος]] φαρέων λευκῶν, [[ἀνείμων]] λευκῶν ἱματίων, ὅ ἐ. μέλανα ἐνδεδυμένη, Εὐρ. Φοίν. 324 (πρβλ. α ὡς προθεμ. Ι).
|lstext='''ἄπεπλος''': -ον, [[ἄνευ]] πέπλου, ὅ ἐ. μόνον [[μετὰ]] χιτῶνος, ἐπὶ κόρης, ποσσὶν [[ἄπεπλος]] ὀρούσαισ’ ἀπὸ στρωμνᾶς, ἐν χιτωνίσκῳ, κοινῶς «μὲ τὸ ’ποκάμισο», «αὐτοποδητὶ ἐκπηδήσασα ἀπὸ τῆς κοίτης» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. (50) 74· ― ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ [[μονόπεπλος]] ἐν Εὐρ. Ἑκ. 933 ([[ἔνθα]] τὸ [[πέπλος]] λαμβάνεται γενικῶς ἐπὶ παντὸς ἐνδύματος): ― [[ἄπεπλος]] φαρέων λευκῶν, [[ἀνείμων]] λευκῶν ἱματίων, ὅ ἐ. μέλανα ἐνδεδυμένη, Εὐρ. Φοίν. 324 (πρβλ. α ὡς προθεμ. Ι).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans manteau, vêtu seulement d’une tunique ; avec un gén. : non vêtu de.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πέπλος]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπεπλος Medium diacritics: ἄπεπλος Low diacritics: άπεπλος Capitals: ΑΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: ápeplos Transliteration B: apeplos Transliteration C: apeplos Beta Code: a)/peplos

English (LSJ)

ον,

   A unrobed, i.e. in her tunic only, of a girl, ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς Pi.N.1.50; λευκῶν φαρέων ἄπεπλος, i.e. clad in black, E.Ph.324(lyr.).

German (Pape)

[Seite 287] ohne Gewand, Pind. N. 1, 50; φαρέων ἄπεπλος Eur. Phoen. 335, ohne Kleid.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπεπλος: -ον, ἄνευ πέπλου, ὅ ἐ. μόνον μετὰ χιτῶνος, ἐπὶ κόρης, ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ’ ἀπὸ στρωμνᾶς, ἐν χιτωνίσκῳ, κοινῶς «μὲ τὸ ’ποκάμισο», «αὐτοποδητὶ ἐκπηδήσασα ἀπὸ τῆς κοίτης» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 1. (50) 74· ― ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ μονόπεπλος ἐν Εὐρ. Ἑκ. 933 (ἔνθα τὸ πέπλος λαμβάνεται γενικῶς ἐπὶ παντὸς ἐνδύματος): ― ἄπεπλος φαρέων λευκῶν, ἀνείμων λευκῶν ἱματίων, ὅ ἐ. μέλανα ἐνδεδυμένη, Εὐρ. Φοίν. 324 (πρβλ. α ὡς προθεμ. Ι).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans manteau, vêtu seulement d’une tunique ; avec un gén. : non vêtu de.
Étymologie: ἀ, πέπλος.