ἀποδιοπομπέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδιοπομπέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ. (τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾶ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 262. 41)· (ἀπό, [[Διός]], [[πομπή]]): - [[ἀποτρέπω]] ἐπικείμενα κακὰ δι’ ἱλαστηρίων θυσιῶν εἰς τὸν Δία, ἀποτρέπομαι διὰ τοῦ ἀποτροπαίου [[Διός]], [[ἱλάσκομαι]]: - ἐντεύθεν [[καθόλου]], δι’ ἀρῶν [[ἀποδιώκω]], [[ἀποτρέπω]], [[ἐξορκίζω]], Πλάτ. Κρατ. 396Ε, Λυσίας 108. 4: - οὕτω τὸ ῥημ. ἐπίθ. ἀποδιοπομπητέον, πρέπει τις νὰ ἀπορρίψῃ [[μετὰ]] βδελυγμοῦ καὶ ἀποστροφῆς, Πλούτ. 2. 73D ([[ἔνθα]] ἴδε Οὐϋττεμβάχ.), Φίλων 1. 239. 2) ἐν γένει, ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], [[παρέρχομαι]], ὅ δ’ οὐ [[σφόδρα]] φροντίσας καὶ τὸ προβληθὲν ἀποδιοπομπησάμενος, ἀλλ’ ὑμεῖς γε, ἔφη, κτλ., Ἀθήν. 401Β. ΙΙ. καθήρασθαι καὶ ἀποδιοπομπήσασθαι τὸν οἶκον, ἀπαλλάξαι αὐτὸν πάσης λύμης καὶ παντὸς μιάσματος, Πλάτ. Νόμ. 877Ε, πρβλ. Ρουγκ. Τίμαιον.
|lstext='''ἀποδιοπομπέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ. (τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾶ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 262. 41)· (ἀπό, [[Διός]], [[πομπή]]): - [[ἀποτρέπω]] ἐπικείμενα κακὰ δι’ ἱλαστηρίων θυσιῶν εἰς τὸν Δία, ἀποτρέπομαι διὰ τοῦ ἀποτροπαίου [[Διός]], [[ἱλάσκομαι]]: - ἐντεύθεν [[καθόλου]], δι’ ἀρῶν [[ἀποδιώκω]], [[ἀποτρέπω]], [[ἐξορκίζω]], Πλάτ. Κρατ. 396Ε, Λυσίας 108. 4: - οὕτω τὸ ῥημ. ἐπίθ. ἀποδιοπομπητέον, πρέπει τις νὰ ἀπορρίψῃ [[μετὰ]] βδελυγμοῦ καὶ ἀποστροφῆς, Πλούτ. 2. 73D ([[ἔνθα]] ἴδε Οὐϋττεμβάχ.), Φίλων 1. 239. 2) ἐν γένει, ἀφίνω κατὰ [[μέρος]], [[παρέρχομαι]], ὅ δ’ οὐ [[σφόδρα]] φροντίσας καὶ τὸ προβληθὲν ἀποδιοπομπησάμενος, ἀλλ’ ὑμεῖς γε, ἔφη, κτλ., Ἀθήν. 401Β. ΙΙ. καθήρασθαι καὶ ἀποδιοπομπήσασθαι τὸν οἶκον, ἀπαλλάξαι αὐτὸν πάσης λύμης καὶ παντὸς μιάσματος, Πλάτ. Νόμ. 877Ε, πρβλ. Ρουγκ. Τίμαιον.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />détourner par l’assistance de Zeus, prononcer la formule de conjuration, conjurer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[Διός]], [[πομπή]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδιοπομπέομαι Medium diacritics: ἀποδιοπομπέομαι Low diacritics: αποδιοπομπέομαι Capitals: ΑΠΟΔΙΟΠΟΜΠΕΟΜΑΙ
Transliteration A: apodiopompéomai Transliteration B: apodiopompeomai Transliteration C: apodiopompeomai Beta Code: a)podiopompe/omai

English (LSJ)

fut. -ήσομαι (in pass. sense, Themist.Ep.4.5; act. form in Eust.1935.12):—

   A escort out of the city the δῖον κῴδιον (v. κῴδιον): hence generally, conjure away, Pl.Cra.396e, Onos.5, Ph.1.239, Lib.Decl.15.34; μετ' εὐπρεπείας τοὺς φιλοσόφους ἐκ τῆς πόλεως Plu.Cat.Ma.22; τινὰς τοῦδε τοῦ γράμματος Gal.Thras.37.    2 generally, set aside, waive, τὸ προβληθέν Ath.9.401b, cf. Theo Sm. p.200H.    II καθήρασθαι καὶ ἀ. τὸν οἶκον free it from pollution, Pl. Lg.877e; πόλιν καθαίρειν καὶ ἀ. Lys.6.53.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδιοπομπέομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ. (τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾶ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 262. 41)· (ἀπό, Διός, πομπή): - ἀποτρέπω ἐπικείμενα κακὰ δι’ ἱλαστηρίων θυσιῶν εἰς τὸν Δία, ἀποτρέπομαι διὰ τοῦ ἀποτροπαίου Διός, ἱλάσκομαι: - ἐντεύθεν καθόλου, δι’ ἀρῶν ἀποδιώκω, ἀποτρέπω, ἐξορκίζω, Πλάτ. Κρατ. 396Ε, Λυσίας 108. 4: - οὕτω τὸ ῥημ. ἐπίθ. ἀποδιοπομπητέον, πρέπει τις νὰ ἀπορρίψῃ μετὰ βδελυγμοῦ καὶ ἀποστροφῆς, Πλούτ. 2. 73D (ἔνθα ἴδε Οὐϋττεμβάχ.), Φίλων 1. 239. 2) ἐν γένει, ἀφίνω κατὰ μέρος, παρέρχομαι, ὅ δ’ οὐ σφόδρα φροντίσας καὶ τὸ προβληθὲν ἀποδιοπομπησάμενος, ἀλλ’ ὑμεῖς γε, ἔφη, κτλ., Ἀθήν. 401Β. ΙΙ. καθήρασθαι καὶ ἀποδιοπομπήσασθαι τὸν οἶκον, ἀπαλλάξαι αὐτὸν πάσης λύμης καὶ παντὸς μιάσματος, Πλάτ. Νόμ. 877Ε, πρβλ. Ρουγκ. Τίμαιον.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
détourner par l’assistance de Zeus, prononcer la formule de conjuration, conjurer.
Étymologie: ἀπό, Διός, πομπή.