ἀπαρέμφατος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαρέμφατος''': -ον, ([[παρεμφαίνω]]) ὁ μὴ παρεμφαίνων ἢ [[ὁρίζων]] τι, [[μετὰ]] γεν., Γραμμ., ἴδε Schäf. ἐν Διον. Ἀλ. περὶ Συνθέσ. σ. 83. ΙΙ. ἡ [[ἀπαρέμφατος]] (δηλ. [[ἔγκλισις]]), modus infinitivus, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 5, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 226 κτλ. οὕτω καὶ οὐδετέρως, τὸ ἀπαρέμφατον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 204. ― Ἐπίρρ. -τως, κατ’ ἀπαρέμφατον (ἔγκλισιν), Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 78, πρβλ. [[παρέμφασις]].
|lstext='''ἀπαρέμφατος''': -ον, ([[παρεμφαίνω]]) ὁ μὴ παρεμφαίνων ἢ [[ὁρίζων]] τι, [[μετὰ]] γεν., Γραμμ., ἴδε Schäf. ἐν Διον. Ἀλ. περὶ Συνθέσ. σ. 83. ΙΙ. ἡ [[ἀπαρέμφατος]] (δηλ. [[ἔγκλισις]]), modus infinitivus, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 5, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 226 κτλ. οὕτω καὶ οὐδετέρως, τὸ ἀπαρέμφατον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 204. ― Ἐπίρρ. -τως, κατ’ ἀπαρέμφατον (ἔγκλισιν), Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 78, πρβλ. [[παρέμφασις]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne définit pas clairement ; <i>t. de gramm.</i> ἡ [[ἀπαρέμφατος]] ([[ἔγκλισις]]) le mode indéfini, <i>càd</i> l’infinitif.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παρεμφαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρέμφᾰτος Medium diacritics: ἀπαρέμφατος Low diacritics: απαρέμφατος Capitals: ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΣ
Transliteration A: aparémphatos Transliteration B: aparemphatos Transliteration C: aparemfatos Beta Code: a)pare/mfatos

English (LSJ)

ον, (παρεμφαίνω)

   A not determinative or indicative, c. gen., A.D.Synt.239.8, cf. Herm.in Phdr. p.124A., Ps.-Alex.Aphr.in.SE36.17. Adv. -τως Hsch.    II ἡ ἀπαρέμφατος (sc. ἔγκλισις) the infinitive mood (cf. παρεμφατικός), D.H.Comp.5, A.D.Synt.226.20, Ps.-Alex.Aphr.in SE34.28; τὸ ἀ. S.E.P.1.204. Adv. -τως in the infinitive mood, ἀναγνῶναι take as an infinitive, A.D.Synt.76.16.

German (Pape)

[Seite 280] nicht deutlich bezeichnend, προσώπων, die Personen, Ammon.; ἡ ἀπαρ. bei Gramm. der Infinitiv, sc. ἔγκλισις. Vgl. Dion. Hal. C. V. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρέμφατος: -ον, (παρεμφαίνω) ὁ μὴ παρεμφαίνων ἢ ὁρίζων τι, μετὰ γεν., Γραμμ., ἴδε Schäf. ἐν Διον. Ἀλ. περὶ Συνθέσ. σ. 83. ΙΙ. ἡ ἀπαρέμφατος (δηλ. ἔγκλισις), modus infinitivus, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 5, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 226 κτλ. οὕτω καὶ οὐδετέρως, τὸ ἀπαρέμφατον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 204. ― Ἐπίρρ. -τως, κατ’ ἀπαρέμφατον (ἔγκλισιν), Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 78, πρβλ. παρέμφασις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne définit pas clairement ; t. de gramm.ἀπαρέμφατος (ἔγκλισις) le mode indéfini, càd l’infinitif.
Étymologie: ἀ, παρεμφαίνω.