ἀποσκηνέω: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσκηνέω''': κατασκηνῶ [[μακράν]] τινος, τούτου [[ἕνεκα]] [[πόρρω]] ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 35 ([[ὅπερ]] ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὸ [[ἀποσκηνόω]]). | |lstext='''ἀποσκηνέω''': κατασκηνῶ [[μακράν]] τινος, τούτου [[ἕνεκα]] [[πόρρω]] ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 35 ([[ὅπερ]] ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὸ [[ἀποσκηνόω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />habiter sous une tente à part de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπόσκηνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A encamp apart, πόρρω ἀπεσκήνουν τῶν Ἐλλήνων X.An. 3.4.35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκηνέω: κατασκηνῶ μακράν τινος, τούτου ἕνεκα πόρρω ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 35 (ὅπερ ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὸ ἀποσκηνόω).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
habiter sous une tente à part de, gén..
Étymologie: ἀπόσκηνος.