ἀπολιθόω: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολῐθόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς λίθον, ἀπολιθώνω, Ἀριστ. Πρβλ. 24. 11, 1· πρβλ. Ἑλλάνικ. 125: Παθ., μεταβάλλομαι εἰς λίθον, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., π. Θαυμ. 95, Στράβ. 251. | |lstext='''ἀπολῐθόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς λίθον, ἀπολιθώνω, Ἀριστ. Πρβλ. 24. 11, 1· πρβλ. Ἑλλάνικ. 125: Παθ., μεταβάλλομαι εἰς λίθον, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., π. Θαυμ. 95, Στράβ. 251. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />pétrifier ; <i>Pass.</i> être pétrifié.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λίθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A turn into stone, petrify, Arist.Pr.937a17, cf. Hellanic. 191 J., Pherecyd.77 J.:—Pass., ἀ. ὑπὸ τοῦ ἡλίου Thphr.HP4.7.2; become stone, Arist.Pr.937a14, Mir.838a14, Str.5.4.13, Palaeph.31; become hard, PHolm.4.38.
German (Pape)
[Seite 312] versteinern, Arist. probl. 24, 11; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολῐθόω: μεταβάλλω εἰς λίθον, ἀπολιθώνω, Ἀριστ. Πρβλ. 24. 11, 1· πρβλ. Ἑλλάνικ. 125: Παθ., μεταβάλλομαι εἰς λίθον, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., π. Θαυμ. 95, Στράβ. 251.