ἀπόχρησις: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπόχρησις''': -εως, ἡ, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπό τινος, ἀποχρήσεις καὶ συστολαὶ τῶν περιττῶν Πλούτ. 2.267F. ΙΙ. τὸ νὰ [[εἶναι]] τὶς εὐχαριστημένος μέ τι, τινος Διον. Ἁλ. 1. 58· πρβλ. [[ἀποχράω]] Α. Ι. 3. | |lstext='''ἀπόχρησις''': -εως, ἡ, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπό τινος, ἀποχρήσεις καὶ συστολαὶ τῶν περιττῶν Πλούτ. 2.267F. ΙΙ. τὸ νὰ [[εἶναι]] τὶς εὐχαριστημένος μέ τι, τινος Διον. Ἁλ. 1. 58· πρβλ. [[ἀποχράω]] Α. Ι. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de se défaire de;<br /><b>2</b> mauvais usage;<br /><b>3</b> NT action de mésuser.<br />'''Étymologie:''' ἀποχράομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A getting rid of, τῶν περιττῶν dub. in Plu.2.267f. II consumption, using up, Ep.Col.2.22.
German (Pape)
[Seite 336] ἡ, das Aufbrauchen, Plut. qu. Rom. 18, l. d.; Aufreiben, Tödten, Ar. frg. 2; das Bedürfniß, Dion. Hal. 1, 58.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχρησις: -εως, ἡ, ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπό τινος, ἀποχρήσεις καὶ συστολαὶ τῶν περιττῶν Πλούτ. 2.267F. ΙΙ. τὸ νὰ εἶναι τὶς εὐχαριστημένος μέ τι, τινος Διον. Ἁλ. 1. 58· πρβλ. ἀποχράω Α. Ι. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de se défaire de;
2 mauvais usage;
3 NT action de mésuser.
Étymologie: ἀποχράομαι.