ἀρείφατος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρείφᾰτος''': Ἐπ. [[ἀρηΐφατος]], ον, (*[[φένω]], πέφαται) ὁ ὑπὸ τοῦ Ἄρεως φονευθείς, ὅ ἐ. φονευθεὶς ἐν πολέμῳ, Ἰλ. Τ. 31, κτλ.· φόνοι ἀρ. Εὐρ. Ἱκ. 603. 2) βραδύτερον μεταπίπτει εἰς τὴν σημασ. τοῦ ἄρειος, [[πολεμικός]], ἀρειφάτων… ἀγώνων, άρείφατον [[λῆμα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 913, Ἀποσπ. 146· κόποι Ρῆσ. 124. | |lstext='''ἀρείφᾰτος''': Ἐπ. [[ἀρηΐφατος]], ον, (*[[φένω]], πέφαται) ὁ ὑπὸ τοῦ Ἄρεως φονευθείς, ὅ ἐ. φονευθεὶς ἐν πολέμῳ, Ἰλ. Τ. 31, κτλ.· φόνοι ἀρ. Εὐρ. Ἱκ. 603. 2) βραδύτερον μεταπίπτει εἰς τὴν σημασ. τοῦ ἄρειος, [[πολεμικός]], ἀρειφάτων… ἀγώνων, άρείφατον [[λῆμα]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 913, Ἀποσπ. 146· κόποι Ρῆσ. 124. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tué par Arès, <i>càd</i> dans le combat;<br /><b>2</b> qui tue dans le combat, <i>càd</i> belliqueux, vaillant.<br />'''Étymologie:''' [[Ἄρης]], R. Φα tuer ; cf. [[πεφνεῖν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀρείφᾰτος: Ἐπ. ἀρηΐφατος, ον, (*φένω, πέφαται) ὁ ὑπὸ τοῦ Ἄρεως φονευθείς, ὅ ἐ. φονευθεὶς ἐν πολέμῳ, Ἰλ. Τ. 31, κτλ.· φόνοι ἀρ. Εὐρ. Ἱκ. 603. 2) βραδύτερον μεταπίπτει εἰς τὴν σημασ. τοῦ ἄρειος, πολεμικός, ἀρειφάτων… ἀγώνων, άρείφατον λῆμα Αἰσχύλ. Εὐμ. 913, Ἀποσπ. 146· κόποι Ρῆσ. 124.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 tué par Arès, càd dans le combat;
2 qui tue dans le combat, càd belliqueux, vaillant.
Étymologie: Ἄρης, R. Φα tuer ; cf. πεφνεῖν.