ἀραιόω: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀραιόω''': καθιστῶ τι ἀραιόν, χαλαρόν, πορῶδες, τὴν ἐπιδερμίδα Ἱππ. 241. 1· τὴν σάρκα ὁ αὐτ. 372. 42, Ἀριστ. Πρβλ. 5. 34, 1· ἀντίθ. τῷ [[πυκνόω]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 1, πρβλ. π. Αἰτ. 2. 2, κτλ. ΙΙ. Παθ., [[γίνομαι]] [[ἀραιός]], Ἱππ. 345. 31, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 7. | |lstext='''ἀραιόω''': καθιστῶ τι ἀραιόν, χαλαρόν, πορῶδες, τὴν ἐπιδερμίδα Ἱππ. 241. 1· τὴν σάρκα ὁ αὐτ. 372. 42, Ἀριστ. Πρβλ. 5. 34, 1· ἀντίθ. τῷ [[πυκνόω]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 1, πρβλ. π. Αἰτ. 2. 2, κτλ. ΙΙ. Παθ., [[γίνομαι]] [[ἀραιός]], Ἱππ. 345. 31, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />rendre moins dense, raréfier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀραιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰρ],
A make porous, rarefy, τὴν ἐπιδερμίδα Hp.Nat.Puer.20; τὴν σάρκα Id.Vict.3.78; opp. πυκνόω, Arist.Pr.884a27, Aret.CA2.1, cf. SA2.2, etc. II Pass., to be rarefied, Hp.Vict.1.13, Arist.Mu. 394a36; ἀραιουμένων τῶν σωμάτων Ph.Bel.71.43.
German (Pape)
[Seite 343] auflockern, dünn machen, Arist. probl. 2, 32 σάρκα; Sp.; ἀραιοῦσθαι, matt werden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀραιόω: καθιστῶ τι ἀραιόν, χαλαρόν, πορῶδες, τὴν ἐπιδερμίδα Ἱππ. 241. 1· τὴν σάρκα ὁ αὐτ. 372. 42, Ἀριστ. Πρβλ. 5. 34, 1· ἀντίθ. τῷ πυκνόω, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 1, πρβλ. π. Αἰτ. 2. 2, κτλ. ΙΙ. Παθ., γίνομαι ἀραιός, Ἱππ. 345. 31, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre moins dense, raréfier.
Étymologie: ἀραιός.