ἀπροφύλακτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπροφύλακτος''': [ῠ], -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν προεφυλάχθη τις, [[ἀπροόρατος]], [[ἀπρόοπτος]], Θουκ. 4. 55: ― Ἐπίρρ. -τως Δίων Κ. 38. 41. 2) [[ἀφύλακτος]], Ὀππ. Ἁλ. 5. 106. ΙΙ. ἐνεργητικ., ὁ μὴ λαμβάνων προφυλακτικὰ μέτρα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀχ. Τατ. | |lstext='''ἀπροφύλακτος''': [ῠ], -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν προεφυλάχθη τις, [[ἀπροόρατος]], [[ἀπρόοπτος]], Θουκ. 4. 55: ― Ἐπίρρ. -τως Δίων Κ. 38. 41. 2) [[ἀφύλακτος]], Ὀππ. Ἁλ. 5. 106. ΙΙ. ἐνεργητικ., ὁ μὴ λαμβάνων προφυλακτικὰ μέτρα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀχ. Τατ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />(guerre) pour laquelle on n’a pas pris ses mesures, ses précautions.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προφυλάσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A not guarded against, unforeseen, Th.4.55. Adv. -τως D.C.38.41, Ach.Tat.8.1. 2 unguarded, Opp.H.5.106. II Act., using no precautions, Hld.6.13.
German (Pape)
[Seite 340] 1) unbewacht. – 2) nicht verhütet, nicht vorhergesehen, Thuc. 4, 55. – Adv., D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροφύλακτος: [ῠ], -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν προεφυλάχθη τις, ἀπροόρατος, ἀπρόοπτος, Θουκ. 4. 55: ― Ἐπίρρ. -τως Δίων Κ. 38. 41. 2) ἀφύλακτος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 106. ΙΙ. ἐνεργητικ., ὁ μὴ λαμβάνων προφυλακτικὰ μέτρα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀχ. Τατ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(guerre) pour laquelle on n’a pas pris ses mesures, ses précautions.
Étymologie: ἀ, προφυλάσσω.