ἀργυράγχη: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠράγχη''': ἡ, ἐσχηματίσθη σκωπτικῶς κατὰ τὸ [[κυνάγχη]]· ἐλέχθη δὲ περὶ τοῦ Δημοσθένους ὅτι [[δῆθεν]] ἔνεκα δωροδοκίας προσεποιήθη ὅτι εἶχε συνάγχην καὶ δὲν προσῆλθεν [[ὅπως]] ἀγορεύσῃ, «[[ἀργυράγχη]], ὡς Δημάδης σκώπτων Δημοσθένη, συνάγχην λέγοντα εἰλῆφθαι» Πολύδ. Ζ΄, 104, Πλουτ. Δημ. 25. | |lstext='''ἀργῠράγχη''': ἡ, ἐσχηματίσθη σκωπτικῶς κατὰ τὸ [[κυνάγχη]]· ἐλέχθη δὲ περὶ τοῦ Δημοσθένους ὅτι [[δῆθεν]] ἔνεκα δωροδοκίας προσεποιήθη ὅτι εἶχε συνάγχην καὶ δὲν προσῆλθεν [[ὅπως]] ἀγορεύσῃ, «[[ἀργυράγχη]], ὡς Δημάδης σκώπτων Δημοσθένη, συνάγχην λέγοντα εἰλῆφθαι» Πολύδ. Ζ΄, 104, Πλουτ. Δημ. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>litt.</i> « argyrancie », maladie de l’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[ἄγχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (formed after κυνάγχη)
A silver-quinsy, which Demosthenes was said to have, when he abstained from speaking on the plea of quinsy, but really because he was bribed, Demad.Fr.5 S., Plu.Dem.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠράγχη: ἡ, ἐσχηματίσθη σκωπτικῶς κατὰ τὸ κυνάγχη· ἐλέχθη δὲ περὶ τοῦ Δημοσθένους ὅτι δῆθεν ἔνεκα δωροδοκίας προσεποιήθη ὅτι εἶχε συνάγχην καὶ δὲν προσῆλθεν ὅπως ἀγορεύσῃ, «ἀργυράγχη, ὡς Δημάδης σκώπτων Δημοσθένη, συνάγχην λέγοντα εἰλῆφθαι» Πολύδ. Ζ΄, 104, Πλουτ. Δημ. 25.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
litt. « argyrancie », maladie de l’argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἄγχω.