ἀρκεόντως: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρκεόντως''': Ἀττ. συνῃρ. [[ἀρκούντως]], ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[ἀρκέω]], ἀρκετά, ἀφθόνως, [[ἀρκούντως]] ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· [[ἀρκεόντως]] ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. [[ποδώκης]], ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.
|lstext='''ἀρκεόντως''': Ἀττ. συνῃρ. [[ἀρκούντως]], ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[ἀρκέω]], ἀρκετά, ἀφθόνως, [[ἀρκούντως]] ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· [[ἀρκεόντως]] ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. [[ποδώκης]], ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀρκούντως]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρκεόντως Medium diacritics: ἀρκεόντως Low diacritics: αρκεόντως Capitals: ΑΡΚΕΟΝΤΩΣ
Transliteration A: arkeóntōs Transliteration B: arkeontōs Transliteration C: arkeontos Beta Code: a)rkeo/ntws

English (LSJ)

Att. contr. ἀρκούντως, (ἀρκέω)

   A enough, abundantly, ἀ. ἔχει A.Ch.892, Th.1.22, Hp.Mul.2.162; ἀ. λέγεται Arist.EN1102a27; τοῦ βίον ἀ. ἔχειν Ps.-Hdt.Vit.Hom.7; ἀ. ποδώκης swift enough, X.Eq.3.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρκεόντως: Ἀττ. συνῃρ. ἀρκούντως, ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἀρκέω, ἀρκετά, ἀφθόνως, ἀρκούντως ἔχει, ἀρκεῖ, φθάνει, Αἰσχύλ. Χο. 892, Θουκ. 1. 22, Ἱππ. 660, κτλ.· ἀρκ. λέγεται Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 9· ἀρκεόντως ἔχειν τοῦ βίου Βί. Ὁμ.· ἀρκ. ποδώκης, ἀρκετὰ ταχύπλους, Ξεν. Ἱππ. 3. 12.

French (Bailly abrégé)

c. ἀρκούντως.