ἀτακτέω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτακτέω''': ἐπὶ στρατιώτου, εἶμαι [[ἀνυπότακτος]], ἀτακτῶ, ἀντίθετον τῷ [[εὐτακτέω]], Ξεν. Κύρ. 7. 2, 6, Δημ. 31. 17· ὁ Ἰώσηπ. ἐν Ἀρχ. Ἰ. 17. 10, 10, ἔχει παθ. τύπον, πολλά γὰρ ἠτάκτητο αὐτοῖς. 2) ἐν γένει, [[διάγω]] βίον ἄτακτον, εἶμαι ἄτακτος, [[ἀκατάστατος]], Λυσ. 141. 19, Ξεν. Οἰκ. 7, 31· [[μετὰ]] γεν. ἀτακτήσας τῆς πατρίου ἀγωγῆς, ἀποσκιρτήσας αὐτῆς, Πλούτ. 2. 235Β, κτλ.
|lstext='''ἀτακτέω''': ἐπὶ στρατιώτου, εἶμαι [[ἀνυπότακτος]], ἀτακτῶ, ἀντίθετον τῷ [[εὐτακτέω]], Ξεν. Κύρ. 7. 2, 6, Δημ. 31. 17· ὁ Ἰώσηπ. ἐν Ἀρχ. Ἰ. 17. 10, 10, ἔχει παθ. τύπον, πολλά γὰρ ἠτάκτητο αὐτοῖς. 2) ἐν γένει, [[διάγω]] βίον ἄτακτον, εἶμαι ἄτακτος, [[ἀκατάστατος]], Λυσ. 141. 19, Ξεν. Οἰκ. 7, 31· [[μετὰ]] γεν. ἀτακτήσας τῆς πατρίου ἀγωγῆς, ἀποσκιρτήσας αὐτῆς, Πλούτ. 2. 235Β, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀτακτήσω;<br /><b>1</b> ne pas garder son poste, être indiscipliné ; <i>fig.</i> ἀ. τῆς πατρίου ἀγωγῆς PLUT déserter le genre de vie de ses pères;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> se livrer au désordre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτακτος]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτακτέω Medium diacritics: ἀτακτέω Low diacritics: ατακτέω Capitals: ΑΤΑΚΤΕΩ
Transliteration A: ataktéō Transliteration B: atakteō Transliteration C: atakteo Beta Code: a)takte/w

English (LSJ)

of a soldier,

   A to be undisciplined, opp. εὐτακτέω, X.Cyr. 7.2.6, D.3.11; τοὺς ἀτακτοῦντας τῶν τριηράρχων IG2.809b13:—Pass., πολλὰ γὰρ ἠτάκτητο αὐτοῖς J.AJ17.10.10: generally, neglect one's duty, fail to discharge obligation, PEleph.2.13(iii B. C.), 2 Ep.Thess.3.7, POxy.275.24(i A. D.).    2 generally, lead a disorderly life, Lys. 14.18, X.Oec.7.31: c. gen., τῆς πατρίου ἀγωγῆς to desert it, Plu.2.235b.    3 raise a riot or rebellion, OGI200.6 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 383] unordentlich sein, bes. von Soldaten, Reih u. Glied verlassen, keine Mannszucht halten, Xen. Cyr. 7, 2, 6 u. sonst; vgl. Dem. 3, 31, wo es den zum Kriegsdienst verpflichteten, aber nicht sich stellenden Bürger bezeichnet; den Gesetzen nicht gehorchen, Xen. Cyr. 8, 1, 22; Lys. 14, 18; τινός Plut. Lac. apophth. p. 243, wo aber ἀτυχήσαντες bessere Lesart ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτακτέω: ἐπὶ στρατιώτου, εἶμαι ἀνυπότακτος, ἀτακτῶ, ἀντίθετον τῷ εὐτακτέω, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 6, Δημ. 31. 17· ὁ Ἰώσηπ. ἐν Ἀρχ. Ἰ. 17. 10, 10, ἔχει παθ. τύπον, πολλά γὰρ ἠτάκτητο αὐτοῖς. 2) ἐν γένει, διάγω βίον ἄτακτον, εἶμαι ἄτακτος, ἀκατάστατος, Λυσ. 141. 19, Ξεν. Οἰκ. 7, 31· μετὰ γεν. ἀτακτήσας τῆς πατρίου ἀγωγῆς, ἀποσκιρτήσας αὐτῆς, Πλούτ. 2. 235Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀτακτήσω;
1 ne pas garder son poste, être indiscipliné ; fig. ἀ. τῆς πατρίου ἀγωγῆς PLUT déserter le genre de vie de ses pères;
2 abs. se livrer au désordre.
Étymologie: ἄτακτος.