ἀτροφέω: Difference between revisions

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτροφέω''': δὲν [[λαμβάνω]] τροφήν, περὶ τοῦ κροκοδείλου, φωλεύων δὲ ἄρα καθ’ ἕκαστον [[ἔτος]] [[ἑξήκοντα]] ἡμερῶν ἀτρεμεῖ τε καὶ ἀτροφεῖ Αἰλ. π. Ζ. 10. 21, κτλ.: φθείρομαι, [[φθίνω]], [[ὑποφέρω]] ἐξ ἀτροφίας, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 28,· Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 9, 9, Πλουτ. Ρωμ. 20· ἀτροφῆσαν γὰρ τὸ πῦρ, [[αὐτίκα]] σβέννυται, [[ὅταν]] δὲν ἔχῃ καύσιμον ὕλην, Φίλων 2. 620.
|lstext='''ἀτροφέω''': δὲν [[λαμβάνω]] τροφήν, περὶ τοῦ κροκοδείλου, φωλεύων δὲ ἄρα καθ’ ἕκαστον [[ἔτος]] [[ἑξήκοντα]] ἡμερῶν ἀτρεμεῖ τε καὶ ἀτροφεῖ Αἰλ. π. Ζ. 10. 21, κτλ.: φθείρομαι, [[φθίνω]], [[ὑποφέρω]] ἐξ ἀτροφίας, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 28,· Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 9, 9, Πλουτ. Ρωμ. 20· ἀτροφῆσαν γὰρ τὸ πῦρ, [[αὐτίκα]] σβέννυται, [[ὅταν]] δὲν ἔχῃ καύσιμον ὕλην, Φίλων 2. 620.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés., ao.</i> ἠτρόφησα, <i>pf.</i> ἠτρόφηκα;<br /><b>1</b> ne pas avoir <i>ou</i> ne pas prendre de nourriture;<br /><b>2</b> dépérir.<br />'''Étymologie:''' [[ἄτροφος]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτροφέω Medium diacritics: ἀτροφέω Low diacritics: ατροφέω Capitals: ΑΤΡΟΦΕΩ
Transliteration A: atrophéō Transliteration B: atropheō Transliteration C: atrofeo Beta Code: a)trofe/w

English (LSJ)

   A have or get no food, Ael.NA10.21, etc.; waste away, Arist.Mu.395b28, Plu.Arat.24; of trees, Thphr.CP5.9.9, cf. Plu. Rom.20; of fire, have no fuel, Ph.2.620.

German (Pape)

[Seite 389] keine Nahrung haben, hungern, Ael. H. A. 10, 21; in Folge davon hinschwinden, abzehren, Arist. u. Sp., wie Plut. Rom. 20 Arat. 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτροφέω: δὲν λαμβάνω τροφήν, περὶ τοῦ κροκοδείλου, φωλεύων δὲ ἄρα καθ’ ἕκαστον ἔτος ἑξήκοντα ἡμερῶν ἀτρεμεῖ τε καὶ ἀτροφεῖ Αἰλ. π. Ζ. 10. 21, κτλ.: φθείρομαι, φθίνω, ὑποφέρω ἐξ ἀτροφίας, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 28,· Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 9, 9, Πλουτ. Ρωμ. 20· ἀτροφῆσαν γὰρ τὸ πῦρ, αὐτίκα σβέννυται, ὅταν δὲν ἔχῃ καύσιμον ὕλην, Φίλων 2. 620.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés., ao. ἠτρόφησα, pf. ἠτρόφηκα;
1 ne pas avoir ou ne pas prendre de nourriture;
2 dépérir.
Étymologie: ἄτροφος.