ἀτρεμεί: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτρεμεί''': ἢ -ί, Ἐπίρρ. τοῦ ἀτρεμὴς γραφόμενον ἀτρεμὶ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 261, ἀλλ’ ἀτρεμεὶ ἐν Ἀλέξιδος «Λέβητι» 5. 12, κατὰ τὸν κανόνα τῶν Γραμματ., ἴδε Δινδ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''ἀτρεμεί''': ἢ -ί, Ἐπίρρ. τοῦ ἀτρεμὴς γραφόμενον ἀτρεμὶ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 261, ἀλλ’ ἀτρεμεὶ ἐν Ἀλέξιδος «Λέβητι» 5. 12, κατὰ τὸν κανόνα τῶν Γραμματ., ἴδε Δινδ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀτρέμας]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρεμεί Medium diacritics: ἀτρεμεί Low diacritics: ατρεμεί Capitals: ΑΤΡΕΜΕΙ
Transliteration A: atremeí Transliteration B: atremei Transliteration C: atremei Beta Code: a)tremei/

English (LSJ)

Adv. of

   A ἀτρεμής, ἀτρεμί Ar.Nu.261; ἀτρεμεί dub. in Alex.124.12.

German (Pape)

[Seite 388] = ἀτρεμί, Herm. bei Ar. Nubb. 262; Alex. Ath. 383 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρεμεί: ἢ -ί, Ἐπίρρ. τοῦ ἀτρεμὴς γραφόμενον ἀτρεμὶ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 261, ἀλλ’ ἀτρεμεὶ ἐν Ἀλέξιδος «Λέβητι» 5. 12, κατὰ τὸν κανόνα τῶν Γραμματ., ἴδε Δινδ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

c. ἀτρέμας.