αὐτονομέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτονομέομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] παθ. ἀορ. -ήθην Στράβ. 545: ― εἶμαι [[αὐτόνομος]], ζῶ κατὰ τοὺς ἰδίους μου νόμους, εἶμαι ἀνεξάρτητος, Θουκ. 1. 144, κτλ., Δημ. 41. 16. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 1. 587.
|lstext='''αὐτονομέομαι''': ἀποθ. [[μετὰ]] παθ. ἀορ. -ήθην Στράβ. 545: ― εἶμαι [[αὐτόνομος]], ζῶ κατὰ τοὺς ἰδίους μου νόμους, εἶμαι ἀνεξάρτητος, Θουκ. 1. 144, κτλ., Δημ. 41. 16. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 1. 587.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />se gouverner par ses propres lois, être indépendant.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτόνομος]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτονομέομαι Medium diacritics: αὐτονομέομαι Low diacritics: αυτονομέομαι Capitals: ΑΥΤΟΝΟΜΕΟΜΑΙ
Transliteration A: autonoméomai Transliteration B: autonomeomai Transliteration C: aftonomeomai Beta Code: au)tonome/omai

English (LSJ)

Dep. c. aor. Pass.

   A -ήθην Str.12.3.11:—to be independent, Th.1.144, D.4.4, etc.

German (Pape)

[Seite 399] nach eigenen Gesetzen, unabhängig leben, Thuc. 1, 144, öfter, u. Folgde, bes. im partic.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτονομέομαι: ἀποθ. μετὰ παθ. ἀορ. -ήθην Στράβ. 545: ― εἶμαι αὐτόνομος, ζῶ κατὰ τοὺς ἰδίους μου νόμους, εἶμαι ἀνεξάρτητος, Θουκ. 1. 144, κτλ., Δημ. 41. 16. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 1. 587.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se gouverner par ses propres lois, être indépendant.
Étymologie: αὐτόνομος.