αὐτάγγελος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτάγγελος''': ὁ, ὁ αὐτοπροσώπως ἀναγγέλων τι, Σοφ. Φ. 568, πρβλ. 500 ([[ἔνθα]] διαιρεῖται, πομπόν τε καὐτὸν ἄγγελον)· ὁ φέρων ἀγγελίαν περὶ πράγματος [[ὅπερ]] ἰδίοις ὄμμασιν εἶδεν, Θουκ. 3. 33· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., λόγων αὐτ. Σοφ. Ο. Κ. 333, πρβλ. Πλούτ. 2. 489Ε. | |lstext='''αὐτάγγελος''': ὁ, ὁ αὐτοπροσώπως ἀναγγέλων τι, Σοφ. Φ. 568, πρβλ. 500 ([[ἔνθα]] διαιρεῖται, πομπόν τε καὐτὸν ἄγγελον)· ὁ φέρων ἀγγελίαν περὶ πράγματος [[ὅπερ]] ἰδίοις ὄμμασιν εἶδεν, Θουκ. 3. 33· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., λόγων αὐτ. Σοφ. Ο. Κ. 333, πρβλ. Πλούτ. 2. 489Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui apporte lui-même un message <i>ou</i> une nouvelle, qui apporte la nouvelle de ce qu’il a vu lui-même.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἄγγελος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A carrying one's own message, S.Ph.568; bringing news of what oneself has seen, Th.3.33: c.gen. rei, λόγων S.OC333; πάθους Plu.2.489e, cf. Arr.An.4.2.6, Max.Tyr.14.2, Nonn.D.8.222.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτάγγελος: ὁ, ὁ αὐτοπροσώπως ἀναγγέλων τι, Σοφ. Φ. 568, πρβλ. 500 (ἔνθα διαιρεῖται, πομπόν τε καὐτὸν ἄγγελον)· ὁ φέρων ἀγγελίαν περὶ πράγματος ὅπερ ἰδίοις ὄμμασιν εἶδεν, Θουκ. 3. 33· μετὰ γεν. πράγμ., λόγων αὐτ. Σοφ. Ο. Κ. 333, πρβλ. Πλούτ. 2. 489Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apporte lui-même un message ou une nouvelle, qui apporte la nouvelle de ce qu’il a vu lui-même.
Étymologie: αὐτός, ἄγγελος.