κεδάννυμι: Difference between revisions
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεδάννῡμι''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[σκεδάννυμι]], Ἀνθ. Π. 5. 276 (καὶ κεδάω, ἐξ οὗ «κεδᾶται· σκεδάννυται» Ἡσύχ.), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἐνεργ. ἀορ. ἐκέδασα, παθ. ἐκεδάσθην. Θραύω εἰς δύο, διασπῶ, ἐκέδασσε φάλαγγας, διέσπασε τὴν πυκνὴν παράταξιν, Ἰλ. Ρ. 285· θεὸς δ’ ἐκέδασσεν Ἀχαιοὺς Ὀδ. Ξ. 242· οὕτω, ποταμὸς ἐκέδασσε γεφύρας Ἰλ. Ε. 88.- Παθ., κεδασθείσης ὑσμίνης, ὅτε διεσπάσθη ἡ [[μάχη]], δηλ. ὅτε τὰ διαμαχόμενα μέρη δὲν ἦσαν πλέον ἐν παρατάξει, Ο. 328, Π. 306· ἔμειναν ἀθρόοι, οὐδ’ ἐκέδασθεν ἀνὰ στρατὸν ([[ἔνθα]] ἴδε τὴν ἀντίθεσιν) [[αὐτόθι]] 657. | |lstext='''κεδάννῡμι''': ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[σκεδάννυμι]], Ἀνθ. Π. 5. 276 (καὶ κεδάω, ἐξ οὗ «κεδᾶται· σκεδάννυται» Ἡσύχ.), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἐνεργ. ἀορ. ἐκέδασα, παθ. ἐκεδάσθην. Θραύω εἰς δύο, διασπῶ, ἐκέδασσε φάλαγγας, διέσπασε τὴν πυκνὴν παράταξιν, Ἰλ. Ρ. 285· θεὸς δ’ ἐκέδασσεν Ἀχαιοὺς Ὀδ. Ξ. 242· οὕτω, ποταμὸς ἐκέδασσε γεφύρας Ἰλ. Ε. 88.- Παθ., κεδασθείσης ὑσμίνης, ὅτε διεσπάσθη ἡ [[μάχη]], δηλ. ὅτε τὰ διαμαχόμενα μέρη δὲν ἦσαν πλέον ἐν παρατάξει, Ο. 328, Π. 306· ἔμειναν ἀθρόοι, οὐδ’ ἐκέδασθεν ἀνὰ στρατὸν ([[ἔνθα]] ἴδε τὴν ἀντίθεσιν) [[αὐτόθι]] 657. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>primit. seul. ao. Act. et Pass.</i><br />disperser, rompre (les lignes d’une troupe ennemie) : κεδασθείσης ὑσμίνης IL quand les lignes du combat, <i>càd</i> de combattants, furent rompues ; <i>en parl. de choses</i> κ. γέφυρας IL rompre des ponts.<br />'''Étymologie:''' épq. c. [[σκεδάννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. for σκεδάννυμι, late in pres., AP5.275 (Agath.); Ep. aor. Act.
A ἐκέδασσα Hom. (v. infr.), Opp.H.1.412, 3pl. κέδασαν Hsch., Pass. ἐκεδάσθην Hom. (v. infr.), κεδάσθη Orph.A.557; plpf. Pass. κεκέδαστο A.R.2.1112:—break up, scatter, ἐκέδασσε φάλαγγας Il.17.285; θεὸς δ' ἐκέδασσεν Ἀχαιούς Od.14.242; so [ποταμὸς] ἐκέδασσε γεφύρας Il.5.88; νεφέλας ἐκέδασσαν ἄελλαι A.R.3.1360:—Pass., κεδασθείσης ὑσμίνης when the battle was broken up, i.e. when the combatants were no longer in masses, Il.15.328, 16.306; ἔμειναν ἀθρόοι, οὐδ' ἐκέδασθεν ἀνὰ στρατόν 15.657; [δούρατα] ῥαισθείσης (sc. νηός) κεκέδαστο A.R.2.1112; κῶμα κεδάσθη was shed, Orph. l.c.
Greek (Liddell-Scott)
κεδάννῡμι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ σκεδάννυμι, Ἀνθ. Π. 5. 276 (καὶ κεδάω, ἐξ οὗ «κεδᾶται· σκεδάννυται» Ἡσύχ.), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἐνεργ. ἀορ. ἐκέδασα, παθ. ἐκεδάσθην. Θραύω εἰς δύο, διασπῶ, ἐκέδασσε φάλαγγας, διέσπασε τὴν πυκνὴν παράταξιν, Ἰλ. Ρ. 285· θεὸς δ’ ἐκέδασσεν Ἀχαιοὺς Ὀδ. Ξ. 242· οὕτω, ποταμὸς ἐκέδασσε γεφύρας Ἰλ. Ε. 88.- Παθ., κεδασθείσης ὑσμίνης, ὅτε διεσπάσθη ἡ μάχη, δηλ. ὅτε τὰ διαμαχόμενα μέρη δὲν ἦσαν πλέον ἐν παρατάξει, Ο. 328, Π. 306· ἔμειναν ἀθρόοι, οὐδ’ ἐκέδασθεν ἀνὰ στρατὸν (ἔνθα ἴδε τὴν ἀντίθεσιν) αὐτόθι 657.
French (Bailly abrégé)
primit. seul. ao. Act. et Pass.
disperser, rompre (les lignes d’une troupe ennemie) : κεδασθείσης ὑσμίνης IL quand les lignes du combat, càd de combattants, furent rompues ; en parl. de choses κ. γέφυρας IL rompre des ponts.
Étymologie: épq. c. σκεδάννυμι.