ἀψεγής: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀψεγής''': -ές, [[ἄψογος]], [[ἄμεμπτος]], Σοφ. Ἠλ. 497 (ὁ Δινδ. προτείνει ἀψεφές). Ἐπ. ἐπίρρ. ἀψεγέως, ἀψεγέως μέσσῃσιν ἐνὶ ῥέζουσιν ἀγυιαῖς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1024.
|lstext='''ἀψεγής''': -ές, [[ἄψογος]], [[ἄμεμπτος]], Σοφ. Ἠλ. 497 (ὁ Δινδ. προτείνει ἀψεφές). Ἐπ. ἐπίρρ. ἀψεγέως, ἀψεγέως μέσσῃσιν ἐνὶ ῥέζουσιν ἀγυιαῖς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1024.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />irréprochable, dont on n’a pas lieu de se plaindre.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ψέγω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀψεγής Medium diacritics: ἀψεγής Low diacritics: αψεγής Capitals: ΑΨΕΓΗΣ
Transliteration A: apsegḗs Transliteration B: apsegēs Transliteration C: apsegis Beta Code: a)yegh/s

English (LSJ)

ές,

   A blameless, S.El.497 (lyr.). Adv. ἀψεγέως A.R.2.1022.

German (Pape)

[Seite 420] ές (ψέγω), ungetadelt, Soph. El. 487. – Adv. ἀψεγέως, Ap. Rh. 2, 1023.

Greek (Liddell-Scott)

ἀψεγής: -ές, ἄψογος, ἄμεμπτος, Σοφ. Ἠλ. 497 (ὁ Δινδ. προτείνει ἀψεφές). Ἐπ. ἐπίρρ. ἀψεγέως, ἀψεγέως μέσσῃσιν ἐνὶ ῥέζουσιν ἀγυιαῖς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1024.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
irréprochable, dont on n’a pas lieu de se plaindre.
Étymologie: ἀ, ψέγω.