βινέω: Difference between revisions
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βῑνέω''': [[συνέρχομαι]], συνευρίσκομαι ἐπὶ παρανόμου συνουσίας, ἀντίθ. τῷ [[ὀπυίω]], Ἀριστοφ. Βατρ. 740· μ. αἰτ. προσώπ., ὁ αὐτ. Ὄρν. 563, κτλ. – Μέσ., Ἰων. παρατατ. βινεσκόμην, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1242: – Παθ., ἐπὶ γυναικός, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 2, Φιλέταιρ. Κυν. 1. | |lstext='''βῑνέω''': [[συνέρχομαι]], συνευρίσκομαι ἐπὶ παρανόμου συνουσίας, ἀντίθ. τῷ [[ὀπυίω]], Ἀριστοφ. Βατρ. 740· μ. αἰτ. προσώπ., ὁ αὐτ. Ὄρν. 563, κτλ. – Μέσ., Ἰων. παρατατ. βινεσκόμην, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1242: – Παθ., ἐπὶ γυναικός, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 2, Φιλέταιρ. Κυν. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />τινα avoir commerce avec.<br />'''Étymologie:''' DELG terme visiblement populaire et vulgaire. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
A inire, coïre, of illicit intercourse, opp. ὀπυίω, Sol. ap. Hsch., Ar.Ra.740: c. acc. pers., Id.Av.560, etc.:—Med., Ion. impf. βινεσκόμην Id.Eq.1242:—Pass., of the woman, Eup.351.2, Philetaer. 9.4.
German (Pape)
[Seite 445] (βαίνω), Beischlaf üben, bes. außerehelichen, im Ggstz von ὀπυίω, Unzucht treiben; nothzüchtigen, τινά Ar. Av. 560; oft bei Ar. u. a. Com.; med. in der Form βινεσκόμην Ar. Equ. 1239. Vgl. Strat. 84 (XII, 245), der es dem πυγίζειν entgegensetzt.
Greek (Liddell-Scott)
βῑνέω: συνέρχομαι, συνευρίσκομαι ἐπὶ παρανόμου συνουσίας, ἀντίθ. τῷ ὀπυίω, Ἀριστοφ. Βατρ. 740· μ. αἰτ. προσώπ., ὁ αὐτ. Ὄρν. 563, κτλ. – Μέσ., Ἰων. παρατατ. βινεσκόμην, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1242: – Παθ., ἐπὶ γυναικός, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 2, Φιλέταιρ. Κυν. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
τινα avoir commerce avec.
Étymologie: DELG terme visiblement populaire et vulgaire.