βροτόεις: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βροτόεις''': εσσα, εν, ([[βρότος]]) ᾑματωμένος, κεκηλιδωμένος μὲ ἀνθρώπινον [[αἷμα]], ἐπὶ τοῦ ὁπλισμοῦ τῶν φονευθέντων, [[ἔναρα]] Ἰλ. Ζ.480, κτλ.· [[ἀνδράγρια]] Ξ. 509. | |lstext='''βροτόεις''': εσσα, εν, ([[βρότος]]) ᾑματωμένος, κεκηλιδωμένος μὲ ἀνθρώπινον [[αἷμα]], ἐπὶ τοῦ ὁπλισμοῦ τῶν φονευθέντων, [[ἔναρα]] Ἰλ. Ζ.480, κτλ.· [[ἀνδράγρια]] Ξ. 509. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br />couvert de sang.<br />'''Étymologie:''' [[βρότος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
εσσα, εν, (βρότος)
A gory, ἔναρα Il.6.480, etc.; ἀνδράγρια 14.509. II = βρότειος, Nonn.D.47.431 (s. v. l.).
German (Pape)
[Seite 465] εσσα, εν, blutig, blutbespritzt; Hom. ἔναρα βροτόεντα Iliad. 6, 480. 8, 534. 10, 528. 570. 15, 347. 17, 13. 540. 22, 245; βροτόεντ' ἀνδράγρια Iliad. 14, 509; – ἔναρα βροτόεντα Hesiod. Scut. 367.
Greek (Liddell-Scott)
βροτόεις: εσσα, εν, (βρότος) ᾑματωμένος, κεκηλιδωμένος μὲ ἀνθρώπινον αἷμα, ἐπὶ τοῦ ὁπλισμοῦ τῶν φονευθέντων, ἔναρα Ἰλ. Ζ.480, κτλ.· ἀνδράγρια Ξ. 509.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
couvert de sang.
Étymologie: βρότος.