γεωπόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''γεωπόνος''': ὁ, [[γεωργός]], Ἀνθ. II. 7. 175, 281, Φίλων 1. 212· παρὰ Βαρβ. 108. 14, [[γεηπόνος]]. Ὁ Δωρ. [[τύπος]] γᾱπόνος ἦτο [[εὔχρηστος]] παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἱκέτ. 420· πρβλ. γητόμος.
|lstext='''γεωπόνος''': ὁ, [[γεωργός]], Ἀνθ. II. 7. 175, 281, Φίλων 1. 212· παρὰ Βαρβ. 108. 14, [[γεηπόνος]]. Ὁ Δωρ. [[τύπος]] γᾱπόνος ἦτο [[εὔχρηστος]] παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἱκέτ. 420· πρβλ. γητόμος.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui travaille à la terre, cultivateur, agriculteur.<br />'''Étymologie:''' [[γῆ]], [[πένομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 488] das Land bestellend, Heraclid. 3 (VII, 281); ὁ, der Bauer, Antiphil. (VII, 175); Philo.

Greek (Liddell-Scott)

γεωπόνος: ὁ, γεωργός, Ἀνθ. II. 7. 175, 281, Φίλων 1. 212· παρὰ Βαρβ. 108. 14, γεηπόνος. Ὁ Δωρ. τύπος γᾱπόνος ἦτο εὔχρηστος παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἱκέτ. 420· πρβλ. γητόμος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui travaille à la terre, cultivateur, agriculteur.
Étymologie: γῆ, πένομαι.