γυναιμανής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γῠναιμᾰνής''': ές,= [[γυναικομανής]], Ἰλ. Γ. 39, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 15. 14. Παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γυναιμανέων, ὥς τις [[μετοχή]], Κ. Σμ. 1. 735.
|lstext='''γῠναιμᾰνής''': ές,= [[γυναικομανής]], Ἰλ. Γ. 39, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 15. 14. Παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γυναιμανέων, ὥς τις [[μετοχή]], Κ. Σμ. 1. 735.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>c.</i> [[γυναικομανής]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναιμᾰνής Medium diacritics: γυναιμανής Low diacritics: γυναιμανής Capitals: ΓΥΝΑΙΜΑΝΗΣ
Transliteration A: gynaimanḗs Transliteration B: gynaimanēs Transliteration C: gynaimanis Beta Code: gunaimanh/s

English (LSJ)

ές,

   A = γυναικομανής, mad for women, Il.3.39, h.Bacch. 17, Ael.NA15.14, Q.S.1.726:—in late Ep. γῠναικο-μανέων, as if a part., ib. 735, Nonn.D.2.125, al.    II making women mad, Hsch.

German (Pape)

[Seite 511] = γυναικομανής, weibertoll, Hom. zweimal, Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά Iliad. 3, 39. 13, 769; – Sp., wie Qu. Sm. 1, 726 Ael. N. A. 15, 14.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναιμᾰνής: ές,= γυναικομανής, Ἰλ. Γ. 39, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 15. 14. Παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γυναιμανέων, ὥς τις μετοχή, Κ. Σμ. 1. 735.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. γυναικομανής.