δεκαέτηρος: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεκαέτηρος''': -ον, ([[ἔτος]]) ὁ [[δέκα]] ἔτη [[μακρός]], [[χρόνος]] δ., χρονικὴ [[περίοδος]] [[δέκα]] ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς [[πανήγυρις]], ἡ διὰ [[δέκα]] ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - [[ὡσαύτως]] δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610.
|lstext='''δεκαέτηρος''': -ον, ([[ἔτος]]) ὁ [[δέκα]] ἔτη [[μακρός]], [[χρόνος]] δ., χρονικὴ [[περίοδος]] [[δέκα]] ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς [[πανήγυρις]], ἡ διὰ [[δέκα]] ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - [[ὡσαύτως]] δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />décennal.<br />'''Étymologie:''' [[δέκα]], [[ἔτος]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκαέτηρος Medium diacritics: δεκαέτηρος Low diacritics: δεκαέτηρος Capitals: ΔΕΚΑΕΤΗΡΟΣ
Transliteration A: dekaétēros Transliteration B: dekaetēros Transliteration C: dekaetiros Beta Code: dekae/thros

English (LSJ)

ον, (ἔτος)

   A ten-yearly: χρόνος δ. a space of ten years. Pl.Lg.772b codd.:— fem. δεκα-ετηρὶς πανήγυρις D.C.57.24: more freq. as Subst., period of ten years, prob. in Pl.l.c., Vett. Val.252.9, OGI722 (Egypt, iv A.D.):— also δεκα-ετηρία, ἡ, title of Orphic work, Suid.

German (Pape)

[Seite 542] χρόνος, eine Zeit von 10 Jahren, Plat. Legg. VI, 772 b.

Greek (Liddell-Scott)

δεκαέτηρος: -ον, (ἔτος) ὁ δέκα ἔτη μακρός, χρόνος δ., χρονικὴ περίοδος δέκα ἐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 772Β·- θηλ. δεκαετηρὶς πανήγυρις, ἡ διὰ δέκα ἐτῶν τελουμένη, Δίων Κ. 57. 24· - ὡσαύτως δεκαετηρία, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8610.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
décennal.
Étymologie: δέκα, ἔτος.