διαδωρέομαι: Difference between revisions
From LSJ
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαδωρέομαι''': ἀποθ., διαμοιράζω ὡς δῶρα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, Ποσειδ. (Ἀθην. 154C). 2) [[καθόλου]], [[διανέμω]], παραχωρῶ, τινάς εἰς τὰς ἐπαρχίας Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 6. 9, 2. | |lstext='''διαδωρέομαι''': ἀποθ., διαμοιράζω ὡς δῶρα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, Ποσειδ. (Ἀθην. 154C). 2) [[καθόλου]], [[διανέμω]], παραχωρῶ, τινάς εἰς τὰς ἐπαρχίας Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 6. 9, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />distribuer à titre de présent.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δωρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A distribute in presents, X.Cyr.3.3.6, Posidon.24. 2 generally, distribute, assign, τινὰς εἰς τὰς ἐπαρχίας J.BJ6.9.2.
German (Pape)
[Seite 577] als Geschenk austheilen, Xen. Cyr. 3, 3, 6; vgl. Ath. IV, 154 c.
Greek (Liddell-Scott)
διαδωρέομαι: ἀποθ., διαμοιράζω ὡς δῶρα, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 6, Ποσειδ. (Ἀθην. 154C). 2) καθόλου, διανέμω, παραχωρῶ, τινάς εἰς τὰς ἐπαρχίας Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 6. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
distribuer à titre de présent.
Étymologie: διά, δωρέω.