δημοποίητος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δημοποίητος''': -ον, ὁ ποιηθείς [[πολίτης]], πολιτογραφηθείς, μὴ ὢν φύσει ἐκ γενετῆς [[πολίτης]], Πλούτ. Σόλ. 24, Λουκ. Σκύθ. 8, πρβλ. Δημ. 1376. 15. | |lstext='''δημοποίητος''': -ον, ὁ ποιηθείς [[πολίτης]], πολιτογραφηθείς, μὴ ὢν φύσει ἐκ γενετῆς [[πολίτης]], Πλούτ. Σόλ. 24, Λουκ. Σκύθ. 8, πρβλ. Δημ. 1376. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />naturalisé citoyen.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A made a citizen, but not one by birth, Plu.Sol.24, Luc. Scyth.8, Aristid.1.103J.
German (Pape)
[Seite 563] zum Bürger gemacht, von Fremden u. Freigelassenen, die nicht von Geburt Bürger sind; Plut. Soi. 24; Luc. Scyth. 8; Hesych. ὁ κατὰ ψήφισμα δήμου γεγονὼς πολίτης, ξένος ὤν.
Greek (Liddell-Scott)
δημοποίητος: -ον, ὁ ποιηθείς πολίτης, πολιτογραφηθείς, μὴ ὢν φύσει ἐκ γενετῆς πολίτης, Πλούτ. Σόλ. 24, Λουκ. Σκύθ. 8, πρβλ. Δημ. 1376. 15.