διασπορά: Difference between revisions

From LSJ

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασπορά''': ἡ, ([[διασπείρω]]) διασκόρπησις, [[διασκορπισμός]], Πλούτ. 2. 1105Α, Ἑβδ. 2) περιληπτικῶς = οἱ διεσπαρμένοι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 35, πρβλ. Δευτερ. κη΄, 25, κτλ.
|lstext='''διασπορά''': ἡ, ([[διασπείρω]]) διασκόρπησις, [[διασκορπισμός]], Πλούτ. 2. 1105Α, Ἑβδ. 2) περιληπτικῶς = οἱ διεσπαρμένοι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 35, πρβλ. Δευτερ. κη΄, 25, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />dispersion.<br />'''Étymologie:''' [[διασπείρω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασπορά Medium diacritics: διασπορά Low diacritics: διασπορά Capitals: ΔΙΑΣΠΟΡΑ
Transliteration A: diasporá Transliteration B: diaspora Transliteration C: diaspora Beta Code: diaspora/

English (LSJ)

ἡ, (διασπείρω)

   A scattering, dispersion, Plu.2.1105a, LXX Je.15.7; δ. ψυχική Ph.2.426.    2 collectively, = οἱ διεσπαρμένοι, LXXDe.28.25, Ev.Jo.7.35: pl., LXXPs.146(147).2.

German (Pape)

[Seite 603] ἡ, das Zerstreuen, die Zerstreuung, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

διασπορά: ἡ, (διασπείρω) διασκόρπησις, διασκορπισμός, Πλούτ. 2. 1105Α, Ἑβδ. 2) περιληπτικῶς = οἱ διεσπαρμένοι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ζ΄, 35, πρβλ. Δευτερ. κη΄, 25, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
dispersion.
Étymologie: διασπείρω.