εὐρωτιάω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐρωτιάω''': (εὐρὼς) εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[πλήρης]] εὐρῶτος, «μουχλιάζω», φθείρομαι, σήπομαι, [[καταρρέω]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Λουκ. Νεκυομ. 15, κτλ.· [[βίος]] εὐρωτιῶν, ὁ [[βίος]] τοῦ ἀνίπτου καὶ ἀκαθάρτου, [[βίος]] «βουτηγμένος εἰς τὴν βρῶμαν», Ἀριστοφ. Νεφ. 44. | |lstext='''εὐρωτιάω''': (εὐρὼς) εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[πλήρης]] εὐρῶτος, «μουχλιάζω», φθείρομαι, σήπομαι, [[καταρρέω]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Λουκ. Νεκυομ. 15, κτλ.· [[βίος]] εὐρωτιῶν, ὁ [[βίος]] τοῦ ἀνίπτου καὶ ἀκαθάρτου, [[βίος]] «βουτηγμένος εἰς τὴν βρῶμαν», Ἀριστοφ. Νεφ. 44. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />se moisir <i>ou</i> être moisi, gâté, croupir.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρώς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
(εὐρώς)
A to be or become mouldy, decay, Thphr.CP1.6.8, Luc.Nec.15, etc.; βίος εὐρωτιῶν the life of 'the great unwashed', Ar. Nu.44.
German (Pape)
[Seite 1096] schimmelig, moderig sein oder werden, vermodern, Theophr. u. Sp., wie Luc. Necyom. 15, von den Todten, οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες, Iup. Trag. 15 χόνδροι λιβανωτοῦ εὐρωτιῶντες, wie Alciphr. 3, 35. 53. – Uebertr., βίος εὐρωτιῶν, neben ἀκόρητος, ein Leben in Schmutz, Ar. Nubb. 45.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρωτιάω: (εὐρὼς) εἶμαι ἢ γίνομαι πλήρης εὐρῶτος, «μουχλιάζω», φθείρομαι, σήπομαι, καταρρέω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Λουκ. Νεκυομ. 15, κτλ.· βίος εὐρωτιῶν, ὁ βίος τοῦ ἀνίπτου καὶ ἀκαθάρτου, βίος «βουτηγμένος εἰς τὴν βρῶμαν», Ἀριστοφ. Νεφ. 44.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se moisir ou être moisi, gâté, croupir.
Étymologie: εὐρώς.